Εντός των τειχών

Έτρεξες ποτέ μέσα στην πόλη σου; Προσπά-
θησες να την παρατηρήσεις τρέχοντας,
να τη διασχίσεις, να τη δεις, να την ακούσεις,
να τημυρίσεις; Έτρεξες ποτέ μέσα στην πόλη σου,
όποια και αν είναι, όπου και αν κατοικείς;

Αν αγαπάς την πόλη σου, θα τη θεωρείς το
ίδιο όμορφη όπως κι εγώ τη δική μου, τη
Λευκωσία. Παλαιότερα έτρεχα, έχοντας στο
μυαλό μόνο πώς θα βελτιώσω την ατομική
μου επίδοση και πώς θα ολοκληρώσω με τον
καλύτερο δυνατό τρόπο το ημερήσιο προπο-
νητικό μου πρόγραμμα. Δε διανοούμουν ότι
κάποια φορά θα έτρεχα στην εντός των τει-
χών πόλη, αν και στην πραγματικότητα το
επιθυμούσα. Τώρα, όμως, το επιδιώκω όλο
και περισσότερο.
Ευτυχώς το σπίτι μου δε βρίσκεται μακριά
από το κέντρο. Μετά από δεκαπέντε λεπτά
τρέξιμο βρίσκομαι έξω από τα ενετικά τείχη,
όπου αποφασίζω τη διαδρομή που κάθε φορά
θα ακολουθήσω. Μπαίνω στην παλιά πόλη
από την Πύλη Αμμοχώστου, κάνω δεξιά και
χάνομαι στα στενά δρομάκια του Αγίου
Κασιανού.
Οδός Αξιοθέας, Χρυσαλινιώτισσα, ανα-
παλαιωμένα σπίτια… Τρέχω, κοιτάζω ψηλά
να δω τα χρώματα στους τοίχους, τα κεραμίδια,
τις υδρορροές, τα ξύλινα μπαλκόνια…

Άλλος αέρας εδώ, άλλη αρχιτεκτονική, άλ-
λοι ρυθμοί.
Είναι ωραίο να γνωρίζεις την πόλη σου τρέ-
χοντας. Αυτούς τους δρόμους τούς περπάτη-
σα, τους πέρασα με το αυτοκίνητο, ακόμα και
με το ποδήλατο, μόνος αλλά και με παρέα.
Σαν όμως τρέχω, όλα μου μοιάζουν αλλιώ-
τικα… Όλα είναι πιο μαγικά, δεν έχουν τη
στατικότητα που έχουν, όταν τα βλέπεις περ-
πατώντας, ούτε την ταχύτητα, όταν τα προ-
σπερνάς με το αυτοκίνητο.
Οδός Έκτορος, η μεγάλη Πύλη της Αμμο-
χώστου απέναντι, οδός Αμμοχώστου, οδός
Ερμού, η υποχρεωτική στροφή στ’ αριστερά
προς την Πενταδακτύλου, αφού το συρμα-
τόπλεγμα των παλιών αμαρτιών μικρής με-
ρίδας ανεγκέφαλων που νόμιζαν πως είναι
ανώτεροι από τους υπόλοιπους που βρίσκο-
νται στην άλλη πλευρά, μας φράζει το δρόμο
και διχοτομεί τη μικρή μου πόλη στα δύο.
Είναι ενοχλητικό να μην μπορώ ποτέ να ολο-
κληρώσω τον κύκλο της πόλης, να τρέξω
γύρω από τα ενετικά τείχη, να κάνω το γύρο
της τάφρου. Είναι ενοχλητικό να συμβιβά-
ζομαι μόνο με τη μισή αφήνοντας την άλλη
για μίαν άλλη μέρα, όταν θα περάσω από το
οδόφραγμα, για να τρέξω στην άλλη μισή,
που έχει το ίδιο όνομα, τον ίδιο αέρα, το ίδιο
αποχετευτικό σύστημα, αγκαλιάζεται από τα
ιδία τείχη, αλλά… κουβάλα αυτό το μεγάλο
«αλλά» σαν κατάρα στην πλάτη της.

Οδός Θησέως, Ηρακλέους, Παγκύπριο Γυμνά-
σιο, Αρχιεπισκοπή, μικρές εκκλησίες, καμπα-
ναριά, μιναρέδες… Το πολύχρωμο μωσαϊκό
των θρησκειών, των πολιτισμών και των
κουλτούρων είναι το άρωμα που αφήνει η
σημερινή οδός Τρικούπη. Έλεγα να πάρω τα
πόδια μου και να βγω από την Πύλη Πάφου,
αλλά δεν το έκανα. «Άλλη φορά», σκέφτηκα,
«σήμερα δε θέλω να τρέξω περισσότερο από
μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά». Βγαίνω από
τον κυκλικό κόμβο του «ΟΧΙ», μπαίνω στο
πάρκο που βρίσκεται στην τάφρο και κατευ-
θύνομαι προς τη Λεωφόρο Λάρνακος για να
επιστρέψω στο σπίτι.

Από τις «Ιστορίες του δρόμου ενός δρομέα»
Κώστας Πατίνιος

Έρωτα με τη φύση…

«Μια μέρα θα πρέπει να πάμε να με ξεναγήσεις στον Ακάμα.» Αυτή ήταν η μόνιμη επωδός του αδελφού του Άρη κάθε φορά που μιλούσαν. Ο αδελφός του είχε μετακομίσει προσωρινά (τις καθημερινές) στην Πόλη Χρυσοχούς εδώ και τρεις μήνες και υπολείπονταν μερικές μόνο βδομάδες μέχρι να τελειώσει την εργασία που είχε αναλάβει μαζί με μερικούς ακόμα στρατιωτικούς για να επιστρέψει στη Λευκωσία.

«Θα σου κάνω τη χάρη υπό έναν όρο», του είπε ο Άρης, «τον οποίο θα σου αποκαλύψω την Πέμπτη το μεσημέρι όταν θα έρθω να σε βρω». Ήταν τέλη Μαΐου ή αρχές Ιουνίου. Ο Άρης ετοίμασε μια μικρή βαλίτσα χειρός με τα δικά του χρειαζούμενα αλλά και του πεντάχρονου τότε γιου του και ξεκίνησαν από τη Λευκωσία νωρίς νωρίς. Είχαν μπόλικο χρόνο μπροστά τους μέχρι το μεσημέρι που θα σχολνούνε ο αδελφός του και γι’ αυτό αποφάσισε να μην ακολουθήσει την εύκολη διαδρομή μέσω του αυτοκινητόδρομου αλλά να οδηγήσει μέσω των βουνών. Πήραν το δρόμο Λευκωσίας-Τροόδους, έστριψαν δεξιά στην έξοδο της Λινού-Φλάσου,  από τον Ορκόντα έφτασαν στον Κάμπο όπου έκαναν ένα διάλειμμα για να ξεκουραστούν και μετά μέσω του δασικού σταθμού στο Σταυρό της Ψώκας κατηφόρισαν προς τα δυτικά παράλια όπου βρίσκεται η Πόλη Χρυσοχούς.

Στο σπίτι όπου έμενε ο αδελφός του έφτασαν σχεδόν ταυτόχρονα. «Μην τολμήσεις να πεις στους συναδέλφους μου πως ήρθες από τα βουνά, γιατί θα σε κράξουν», προειδοποίησε τον Άρη ο αδελφός του.

Ταχτοποίησαν τα πράγματα που έφεραν μαζί τους και κατέβηκαν στην πλατεία για φαγητό.

– Ας ξεκουραστούμε λίγο μετά το φαγητό και μετά ξεκινούμε για τον Ακάμα, πρότεινε ο αδελφός του Άρη.

– Γι’ αυτό ήρθαμε εξάλλου, του απάντησε.

– Και ποιος είναι ο όρος που μου έλεγες στο τηλέφωνο; τον ρώτησε αμέσως μετά.

– Θα μας μεταφέρεις με το αυτοκίνητό σου που είναι ψηλό και κατάλληλο για τους δρόμους του Ακάμα. Όταν φτάσουμε στο σημείο που θέλω, θα κατεβώ  από το αυτοκίνητο, θα ξεκινήσω να τρέχω κι εσύ με το γιο μου θα με ακλουθείτε από απόσταση χωρίς να με ενοχλείτε, εκτός κι αν στο μεταξύ έχεις καμία απορία, του διευκρίνισε ο Άρης.

– Θα δω τίποτα το ενδιαφέρον ή θα με χρησιμοποιήσεις για να προσέχω το μικρό όσο εσύ θα τρέχεις; βιάστηκε να αναρωτηθεί.

– Θα δεις και θα μείνεις πολύ ευχαριστημένος. Έτσι και αλλιώς δεν έχεις δει ποτέ τον Ακάμα. Όπου σε πάω, καλό θα είναι, έσπευσε να τον καθησυχάσει ο Άρης.

Λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα ήταν όλοι μαζί στο αυτοκίνητο. Ξεκίνησαν από την Πόλη Χρυσοχούς, με κατεύθυνση προς το Λατσί και το Προδρόμι, και σε λίγα λεπτά βρέθηκαν έξω από το χωριό Ανδρολύκου.

Ο Άρης κατέβηκε από το αυτοκίνητο ντυμένος με τα αθλητικά του και ξεκίνησε να τρέχει. Ο αδελφός του με συνοδηγό το γιο του βλέποντας ένα τόσο μεγάλο χωριό σχεδόν ερειπωμένο τον πλεύρισε και άρχισε τις ερωτήσεις. Το χωριό Ανδρολύκου κτισμένο ανάμεσα σε δυο φαράγγια ήταν ένα από τα μεγάλα τουρκοκυπριακά χωριά και οι κάτοικοί του παρέμειναν στα σπίτια τους μετά την εισβολή από τους Τούρκους το 1974. Τον Αύγουστο του 1975 όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών οι περισσότεροι από τους 638 κατοίκους του το εγκατέλειψαν συνοδευόμενοι από τα Ηνωμένα Έθνη με προορισμό τα κατεχόμενα. Σήμερα στο χωριό ζουν ελάχιστοι κάτοικο οι όποιοι είναι βοσκοί.

Ο Άρης μοιράστηκε με τον αδελφό του όλες τις πληροφορίες που είχε μάθει για το χωριό από ένα φίλο συναθλητή του, τον Πανίκο, ξεναγό στο επάγγελμα. Αυτός ήταν που του έμαθε και τη διαδρομή που μόλις είχαν ξεκινήσει να διανύουν, στη διάρκεια της οποίας έβλεπαν κατσίκες να διασταυρώνουν τους δρόμους, μισογκρεμισμένα σπίτια, ένα τζάμι χωρίς μιναρέ -γιατί άραγε σε μερικά χωριά τα τζαμιά να έχουν μιναρέ και σε άλλα όχι;

Με βόρεια κατεύθυνση πέρασαν μέσα από χωματόδρομο προς το Νέο Χωριό και απολάμβαναν το πανέμορφο φυσικό τοπίο. Ο Άρης παρακαλεί τον αδελφό του να ελαττώσει ταχύτητα, να μείνει αρκετά πίσω με το αυτοκίνητό του για να μην του διαταράσσει την ησυχία.

– Θέλω ησυχία, τώρα κάνω ερώτα με τη φύση, φτάνω σε πνευματικό οργασμό, του είπε.

– Μην τολμήσεις να πεις τέτοιες μαλακίες μπροστά στους συνάδελφους μου, γιατί θα σε παρεξηγήσουν, τον προειδοποίησε ο αδελφός του.

Από το Νέο Χωρίο έκαναν  αριστερά, πέρασαν από τον εκδρομικό χώρο  «Σμιγιές» και μπήκαν στην «καρδιά» του Ακάμα. Από ψηλά στο βάθος δεξιά, στην αγκαλιά  του κόλπου  τα Λουτρά της Αφροδίτης και η Πόλη Χρυσοχούς , αριστερά η «Φοντάνα Αμορόζα», η βρύση του ερώτα, και το ακρωτήριο Αρναούτη. Λίγο αργότερα βρέθηκαν μπροστά σε ένα μεγάλο απότομο κατήφορο που ήταν έτοιμο να τους ρίξει στο στόμα της θάλασσας.

Ο Άρης κατέβαινε με ταχύτητα τον κατήφορο και έβλεπε την αγκαλιά της θάλασσας να τον τυλίγει. Καθώς έτρεχε έβγαλε τα ρούχα και τα παπούτσια, ενώ μόλις πάτησε τα χαλίκια της παραλίας και έπεσε γυμνός στη θάλασσα.

– Τελείωνε, είναι επτά η ώρα, στις οκτώ θα πάμε για πίτσα με τους συναδέλφους μου, του φώναξε ο αδελφός του.

Οπτασιασμένος ο Άρης βγήκε από τη θάλασσα και ντύθηκε. Από τον Ακάμα βγήκαν μέσω του δρόμου που οδηγεί στα Λουτρά της Αφροδίτης. Χωρίς καλά καλά να συνέλθει από τη μαγευτική εμπειρία που μόλις βίωσε βρέθηκε στην πλατεία της Πόλης Χρυσοχούς να τρώει πίτσα με τους συνάδελφους του αδελφού του.

Κάτσε τώρα να εξηγείς σε στρατιωτικούς για έρωτα με τη φύση και για πνευματικό οργασμό.

Γρήγορα (εν γνώση του) τον έπιασαν στο δούλεμα, αλλά το απολάμβανε.
Αυτός που δυσανασχετούσε ήταν ο αδελφός του Άρη που σε κάποια στιγμή του ψιθύρισε: «Σκάσε και θα με κάνεις ρεζίλι».  Αλλά πού να  σκάσει ο Άρης… Όλο και έριχνε λάδι στη φωτιά προσπαθώντας να  τους εξηγήσει πώς με το τρέξιμο μπορεί κάποιος να φτάσει σε πνευματικό οργασμό. Ο Γιάννης που δεν είχε βγάλει λέξη από το στόμα του ως εκείνη τη στιγμή πήρε το λόγο και είπε με αποφασιστικότητα: «Ρε Άρη, εν να ξεκινήσω να βουρώ και αν δε χύσω θα σε γαμήσω…!!!»

Από τις «Ιστορίες του δρόμου ενός δρομέα»

Κώστας Πατίνιος

Σε δέκα λεπτά θα είμαι έτοιμος

Από τις «Ιστορίες του δρόμου ενός δρομέα»

Όταν έχεις χιούμορ, μπορείς να δεις τη ζωή με άλλο «μάτι». Όταν είσαι δρομέας και έχεις και χιούμορ, τότε η ζωή σου αποκτά άλλη άξια, άσχετα με τα προβλήματα και τα «κτυπήματα» της μοίρας. Ζωντανό παράδειγμα o τυφλός δρομέας, φίλος του Άρη, που με το αυτοσαρκαστικό του χιούμορ σόκαρε πολλές φορές τους παρευρισκομένους που δεν γνώριζαν τι άνθρωπος είναι.
Ο Άρης έπρεπε να ήταν στην ώρα του για να τον συνοδέψει στην προπόνησή του. Στις πέντε θα τον παραλάμβανε από μια συνεδρία που είχε με κάποιους άλλους τυφλούς. Ακριβής στην ώρα που συμφώνησαν να βρεθούν, ο Άρης κτυπά την πόρτα του γραφείου και μπαίνει στην αίθουσα όπου συνεδρίαζαν. Εκεί κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι καμιά δεκαριά άνθρωποι, άντρες και γυναίκες.
– Άρη, εσύ; ρώτησε ο φίλος του.
– Ναι, ήρθα να σε πάρω, του απάντησε.
– Δώσε μου ακόμα δέκα λεπτά, γιατί δεν τελειώσαμε, τον παρακάλεσε αυτός.

Ο Άρης βγήκε έξω και άρχισε να κάνει αρνητικές σκέψεις, «δε θα φτάσουμε, η ώρα είναι ήδη πέντε και αυτός είναι ακόμα ντυμένος με το κοστούμι, κάθεται στον καφέ και την κουβέντα και θέλει ακόμα δέκα λεπτά για να τελειώσει! Δε θα προλάβουμε να κάνουμε το πρόγραμμά του και θα παραπονιέται όταν του πω πως έχω δουλειά και θα πρέπει να φύγω». Πριν καλά καλά ολοκληρώσει τη σκέψη του και πριν περάσουν τα δέκα λεπτά άνοιξε η πόρτα του γραφείου και βγήκε ο φίλος του με την αθλητική τσάντα στο χέρι φορώντας κοντό παντελονάκι, φανέλα και τα αθλητικά του παπούτσια.
– Πότε άλλαξες; τον ρώτησε έκπληκτος ο Άρης.
– Μέσα στο γραφείο ενώ ακόμα συνεδριάζαμε. Μήπως με είδε κανείς; απάντησε με τον πιο φυσικό τρόπο!

Κώστας Πατίνιος

Δυο πόδια μόνα στο δρόμο

Αν τύχει να δείτε στο δρόμο σας δυο πόδια να τρέχουν από μόνα τους, μην τρομάξετε. Είναι τα πόδια του Άρη. Κάποτε το σκάνε από το υπόλοιπο κορμί του, αφού δεν αντέχουν, βαριούνται την καθημερινότητά του, τη δουλειά, τη μουρμουρά του, τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν, την οικογένειά του. Κάποτε όταν περάσουν ώρες να τρέξει, ο Άρης γίνεται πολύ εκνευριστικός και γι’ αυτό τα πόδια του το σκάνε και ξεκινούν να τρέχουν μόνα τους.

Αυτά τα πόδια είναι σαν να έχουν μάτια και μυαλό, είναι σαν πόδια τυφλού που έμαθαν να τρέχουν στο σκοτάδι. Ξέρουν πολύ καλά πού πάνε, δε σκοντάφτουν, δεν κτυπάνε στους περαστικούς. Βγαίνουν στο δρόμο και τρέχουν προς το πλησιέστερο πάρκο, τρέχουν μέχρι να ιδρώσουν, να εκτονωθούν, να αποβάλουν τις τοξίνες, να αναπνεύσουν καθαρό αέρα και ύστερα επιστρέφουν ήρεμα, για να πάρουν τη θέση τους στο υπόλοιπο «χαμένο κορμί» του Άρη. Τα πόδια του επιστρέφοντας βρίσκουν τον Άρη αγχωμένο, στρεσαρισμένο, ένα καζάνι που βράζει… Του δίνουν τότε μια κλωτσιά υπενθυμίζοντάς του πως είναι ώρα να πάει να τρέξει.

Ο νέος είναι ωραίος…

Από τις «Ιστορίες του δρόμου ενός δρομέα»

Θαύμαζε την όρεξη και το  πάθος που έχουν οι νέοι δρομείς ανεξαρτήτως ηλικίας. Κι όμως, όσο μεγαλύτερος σε ηλικία ήταν ο «νέος» δρομέας τόσο πιο πολύ συνειδητοποιημένος ήταν και τόσο περισσότερο διψούσε για το τρέξιμο απολαμβάνοντας την ανακάλυψη που είχε κάνει…
Στον Άρη άρεσε να τους ακούει να μιλούν για τα πρωτόγνωρα συναισθήματά τους, για  τη χαρά που ένιωθαν κάθε φορά που έβαζαν ένα στόχο και τον υλοποιούσαν, κάθε φορά που κατέρριπταν το ατομικό τους ρεκόρ, κάθε φορά που δοκίμαζαν μια νέα απόσταση και σιγά σιγά από μεσαίες αποστάσεις των πέντε μέχρι δέκα χιλιομέτρων δοκίμαζαν και έκαναν την υπέρβαση τρέχοντας ημιμαραθώνιο κι όταν τα κατάφερναν θαύμαζε την τόλμη τους να συμμετέχουν ακόμα και σε μαραθώνιο!

Είναι ωραίο να ξεπερνάς τον εαυτό σου. Όταν ξεκινάς το τρέξιμο έχεις πολλά περιθώρια βελτίωσης, αφού τα τέσσερα πρώτα χρόνια καταρρίπτεις  συνεχώς το ατομικό σου ρεκόρ. Tην παρατήρησή του για τη χαρά, το πάθος και την όρεξη που είχαν οι μεγαλύτεροι ηλικιακά «νέοι» δρομείς, επιβεβαίωνε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και ο καινούργιος φίλος της μεγάλης  δρομικής του παρέας.

Ο Φύτος ανακάλυψε το τρέξιμο στα τριάντα οκτώ του. Ο Άρης τον γνώρισε λίγο αργότερα, ένα χρόνο αφότου ξεκίνησε να τρέχει, όταν ήδη είχε βάλει στα πόδια του δύο τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα. Τον έβλεπε στους αγώνες και πολλές φορές ο Φύτος τον προσκάλεσε να τρέξουν μαζί για προπόνηση, αλλά δεν έτυχε, ώσπου μια μέρα ο Φύτος προσκάλεσε όσους δρομείς ήθελαν να τον ακολουθήσουν σε μια κυκλική διαδρομή εικοσιτεσσέρων χιλιομέτρων που είχε ανακαλύψει. Η διαδρομή περνούσε μέσα από το χωριό του και ανηφόριζε προς το βουνό. Η κούραση για να το ανέβεις σε αντάμειβε τελικά με μια απίστευτη θέα, αφού στα πόδια σου απλωνόταν ένας κάμπος, ενώ η πόλη που φάνταζε στο βάθος φαινόταν πολύ μικρή για πρωτεύουσα! Η διαδρομή  περνούσε μέσα από ένα πανέμορφο  μονοπάτι το οποίο ο βαρετός χειμώνας είχε καταστήσει σε μερικά σημεία απροσπέλαστο αλλά ουδόλως αυτό του στερούσε την ομορφιά. Αντίθετα έκανε την εμπειρία της διάσχισής του ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Στο τέλος και αφού το σώμα κουραστεί αρκετά βρίσκουν  μπροστά τους οκτώ χιλιόμετρα κατηφορική διαδρομή.
Ο Άρης γοητευμένος από την ιδέα να ανακαλύψει καινούργια μέρη τρέχοντας, μόλις άκουσε για αυτή τη διαδρομή, πήρε τηλέφωνο το Φύτο και το πρωί του Σαββάτου, στις 6:10, βρισκόταν έτοιμος στο σημείο της εκκίνησης. Στις εφτά ακριβώς ξεκίνησαν να τρέχουν, όλοι μαζί, μια παρέα αποτελούμενη από πέντε άντρες και δυο γυναίκες. Ο Φύτος τούς έκανε ξενάγηση καθώς περνούσαν από το χωριό του, «αυτό εκεί είναι  το δημοτικό σχολείο απ’ όπου αποφοίτησα», «εκείνο ήταν το σπίτι της γιαγιάς μου, από τη πλευρά του πατέρα μου»…

«Άσε την ξενάγηση και πες μας πώς και ξεκίνησες να τρέχεις. Χθες είδα μια παλιά φωτογραφία σου στο facebook και σε φοβήθηκα… Πόσα κιλά ήσουν, πόσο παλιά είναι η φωτογραφία, ξεκίνησες το τρέξιμο για να χάσεις κιλά;» ρώτησε απορημένος ο Άρης.
«Ήμουν εκατό κιλά, φίλε μου, και κάπνιζα δύο πακέτα τσιγάρα την ημέρα. Τώρα είμαι εβδομήντα πέντε, έχασα είκοσι πέντε κιλά σε ένα χρόνο και με το τρέξιμο σταμάτησα και το κάπνισμα. Στην αρχή πήγαινα γυμναστήριο και πρόσεχα τη διατροφή μου, για να χάσω κιλά, γιατί δεν άντεχα άλλο τον εαυτό μου. Στο γυμναστήριο κάθε μέρα έκανα ένα μισάωρο «περπατοτρέξιμο» στον ηλεκτρονικό διάδρομο. Διαπίστωσα πως μου άρεσε κι έτσι σιγά σιγά άρχισα να ψάχνω στο διαδίκτυο για προπονητικά προγράμματα που βοηθούν τους αρχάριους να μάθουν να τρέχουν. Λίγο αργότερα γνώρισα τα παιδιά του Συλλόγου Ερασιτεχνών Δρομέων και έτσι μπήκε για τα καλά το νερό στο αυλάκι. Τρεις μήνες άντεξα μέσα στο γυμναστήριο. Ένιωθα πως ήθελα να πιάσω τα πόδια μου και να πάω έξω στη φύση να τρέξω… και έτσι το έκανα!» μας εξομολογήθηκε ο Φύτος.

 
Ο Φύτος συνέχισε την ξενάγηση αφού δέχτηκε πρώτα το πείραγμα του «παλιού» της παρέας ο οποίος σχολίασε πως τρέχουν πολύ αργά. «Διανύσαμε πέντε χιλιόμετρα σύμφωνα  με το gps».
«Αυτό το αναπαλαιωμένο σπίτι, την εποχή που ήμουν μικρός, ήταν το μπακάλικό μας. Έκλεψα πολλές σοκολάτες και πολλά τσιγάρα του μακαρίτη και μια φορά όταν με τσάκωσε, έφαγα  το ξύλο της χρονιάς μου, όχι μόνο από τον ίδιο αλλά και από τον πατέρα μου.»
Από όλα όσα ειπώθηκαν εκείνη τη μέρα μια κουβέντα του Φύτου  χαράχτηκε πιο βαθιά στη μνήμη του Άρη. Την είπε όταν περνούσαν από την πλατεία του χωριού δίπλα από την εκκλησία και αφού προηγήθηκε η δήλωσή του ότι προτίθεται να αναλάβει τη διοργάνωση αγώνα δρόμου στο χωριό του.

«Όταν ήμουν μικρός έκανα τριάντα άλλους συνομήλικούς μου να αρχίσουν το κάπνισμα. Τώρα ορκίζομαι πως θα κάνω άλλους εξήντα να αρχίσουν το τρέξιμο…»

Άλκο τεστ

Παρασκευή βράδυ. Ήταν  καλοκαίρι και ο Άρης απολάμβανε ένα βραδινό περίπατο με την οικογένειά του κάτω από τα άστρα, στα σοκάκια της παλιάς πόλης,  με ένα παγωτό στο χέρι.

– Μπαμπά, να μπούμε για λίγο και στο μαγαζί με τα παιχνίδια στον πεζόδρομο;
– Όχι, αγόρι μου. Πάει δέκα και μισή η ώρα και μέχρι να πάμε να ξαπλώσουμε θα μας βρουν τα μεσάνυκτα. Αύριο έχω να ξυπνήσω από τις τεσσερισήμισι, αφού θα πάω στο βουνό για να τρέξω.

Λεπτές οι ισορροπίες για έναν οικογενειάρχη δρομέα, αφού θα πρέπει να μοιράζει το χρόνο του χωρίς  να αδικεί καμιά από τις δύο αγάπες του.

Έντεκα και μισή. Ευτυχώς κοιμόντουσαν όλοι. Ο Άρης ετοίμασε την αθλητική του τσάντα, βρήκε ό,τι χρειαζόταν, κούρδισε το ξυπνητήρι, ξάπλωσε και κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.

Τέσσερις και τριάντα και το ξυπνητήρι χτυπά. Ο Άρης το κλείνει αμέσως, για να μην ξυπνήσει κανέναν άλλο στο σπίτι, με γρήγορες κινήσεις βάζει τα αθλητικά του ρούχα και παπούτσια και κατεβαίνει στην κουζίνα όπου φτιάχνει τον καφέ του. Όσο ο καφές «προσπαθεί» να του «ανοίξει» το μάτι ετοιμάζει το ισοτονικό ποτό που θα πάρει μαζί του.

Όλα έτοιμα. Στη διάθεσή του έχει δεκαπέντε λεπτά για να φτάσει στο προκαθορισμένο σημείο της συνάντησής του με τους συναθλητές του, για να πάνε όλοι μαζί στο βουνό για να τρέξουν σε ένα μονοπάτι.

Μπαίνει στο αυτοκίνητο και πίνει μια δυο γουλιές από το παγούρι με το ισοτονικό ποτό. Σε δυο λεπτά βρισκόταν στα φανάρια κοντά σε κεντρική  λεωφόρο της πρωτεύουσας. Πάει να κάνει αριστερά και στα εκατό μέτρα μπροστά του βλέπει ένα μπλόκο αστυνομικών που έκαναν άλκο τεστ. Κατευθύνεται προς τη δεξιά λωρίδα για να το αποφύγει αλλά ο αστυνομικός (μήπως και χάσει το θήραμα) πετάγεται στη δεξιά λωρίδα και τον σημαδεύει με την κόκκινη φωτισμένη ράβδο που κρατά υποδεικνύοντάς του να μπει στον παρακείμενο σταθμό βενζίνης όπου ήταν σταματημένα και άλλα οχήματα της αστυνομίας με τα απαραίτητα μηχανήματα για τη διενέργεια του άλκο τεστ.

– Την άδειά σας, παρακαλώ.

– Ορίστε.

– Γιατί, κύριε, βγήκατε στη δεξιά λωρίδα; Καταναλώσατε ποτό και προσπαθείτε να αποφύγετε το τεστ;

– Συγγνώμη, αλλά με βλέπετε πώς είμαι ντυμένος, λέει ο Άρης δείχνοντάς του τα κοντά αθλητικά ρούχα που φορούσε.

Ο αστυνομικός συνέχισε με ζήλο το έργο του.

– Από πού έρχεστε;

– Από το σπίτι μου, φυσικά. Λες να ήμουν έτσι ντυμένος σε κανένα κλαμπ ή λες να τα φόρεσα για να σας ξεγελάσω; είπε ο Άρης χαμογελώντας.
– Με κοροϊδεύετε, κύριε;

– Εγώ άνθρωπέ μου; Ξύπνησα πριν μισή ώρα και πάω για προπόνηση στο βουνό. Με βλέπεις πώς είμαι ντυμένος και μου κάνεις αυτές τις ερωτήσεις και λες πως σε κοροϊδεύω και από πάνω;

– Είσαι σίγουρος;

– Αν θες να μου κάνεις το τεστ, κάνε μου το, αλλά το μόνο που θα βρεις είναι λίγη καφεΐνη από τον πρωινό μου καφέ και λίγα μεταλλικά άλατα από τους ηλεκτρολύτες που ήπια.

– Είσαι αθλητής;

«Επιτέλους ξύπνησε», σκέφτηκε ο Άρης.

 – Άντε στο καλό και καλή προπόνηση.

– Όταν σχολάσεις, έλα να τρέξουμε μαζί, το χρειάζεσαι, του είπε ο Άρης και έφυγε βιαστικός για να προλάβει τους συναθλητές που αναχωρούν για το βουνό ακριβώς στις πέντε, χωρίς να περιμένουν λεπτό.

Η ομάδα του έχει για κανόνα όποιος αργεί, έστω και ένα λεπτό, να πηγαίνει μόνος του, με το δικό του αυτοκίνητο στο βουνό (σαράντα πέντε  χιλιόμετρα έξω από την πόλη ).

Το πρωινό εκείνο μόλις που τους πρόλαβε…

Κώστας Πατίνιος

Ο πρώτος τερματισμός μαραθωνίου

Παρόλο που έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ολοκλήρωσε με επιτυχία τον πρώτο του μαραθώνιο δρόμο, παρόλο που από τότε τερμάτισε άλλους τριάντα τουλάχιστον μαραθωνίους, αυτό που ένιωσε την πρώτη φορά που περνούσε τη γραμμή του τερματισμού δεν ξεχνιέται. Κάθε φορά είναι όντως διαφορετική, κάθε φορά είναι μια υπέρβαση και μια ξεχωριστή νίκη απέναντι στην ύπαρξη του κάθε μαραθωνοδρόμου, αλλά η πρώτη φορά είναι σαν τον πρώτο ερώτα.

Ο Άρης ολοκλήρωσε με επιτυχία τον πρώτο του μαραθώνιο στην Πάφο, την όμορφη παραλιακή πόλη της μικρής του πατρίδας. Ήταν ένα πρωινό  Κυριακής και είχε στοιχηματίσει με τον εαυτό του ότι θα τερμάτιζε ανεξαρτήτως χρόνου. Είχε προηγηθεί μια αποτυχημένη προσπάθεια, όταν εγκατέλειψε τον αγώνα στα τριάντα οκτώ χιλιόμετρα και αυτό τον πείσμωνε ακόμα πιο πολύ.

Στο συγκεκριμένο μαραθώνιο δε λάμβαναν μέρος πολλοί αθλητές, ήταν δεν ήταν εκατό, ντόπιοι και ξένοι. Η διαδρομή ήταν δύσκολη, οι αθλητές λίγοι, με αποτέλεσμα οι δρομείς να αραιώσουν πολύ γρήγορα. Ο Άρης βρέθηκε να τρέχει μόνος του από τα πρώτα πέντε χιλιόμετρα. Είχε βάλει στόχο να κρατήσει ένα ρυθμό διανύοντας σε περίπου τέσσερα λεπτά το κάθε χιλιόμετρο, κάτι που κατάφερνε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Η διοργάνωση ήταν πολύ καλή, τα χιλιόμετρα ήταν μαρκαρισμένα ένα προς ένα και έτσι ο Άρης μπορούσε να ελέγχει εύκολα το ρυθμό του.

Υπομονή, υπομονή και πάλι υπομονή… Τα τρία αυτά στοιχεία πρέπει οπωσδήποτε να τηρεί ο κάθε μαραθωνοδρόμος. Βρισκόταν για αρκετά χιλιόμετρα στην τρίτη θέση αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία, αφού ο στόχος του ήταν να περάσει τη γραμμή του τερματισμού. Μετά το πρώτο μισό της διαδρομής, επειδή ένιωθε καλά, έχασε για λίγο τη συγκέντρωσή του και ανέβασε ρυθμό, υπερτίμησε τις δυνάμεις του, έβλεπε για ώρα τον προπορευόμενό του αθλητή και βιάστηκε να κάνει «αλλαγή» για να τον προσπεράσει, κάτι που τελικά κατάφερε στο εικοστό έβδομο χιλιόμετρο.

Σιγά σιγά κατάφερε να περάσει το τριακοστό δεύτερο χιλιόμετρο, κοίταξε το ρολόι του και ήταν τέσσερα λεπτά πιο γρήγορος από το στόχο που είχε θέσει. Χαμογέλασε και σκέφτηκε πως όλα πήγαιναν καλύτερα από ό,τι υπολόγιζε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε νιώσει ούτε κάποια κράμπα ούτε κάποιο μυϊκό πόνο ούτε κάποιο από αυτά τα περίεργα πονάκια στο στομάχι, στο  συκώτι ή στη σπλήνα αλλά ούτε και τους καρδιακούς του παλμούς να ανεβαίνουν ιδιαίτερα.

Εκατό μέτρα μπροστά του βρισκόταν η πινακίδα με την ένδειξη «τριακοστό τέταρτο χιλιόμετρο». Κοίταξε το ρολόι του. Είχε πέσει λίγο ο ρυθμός του, αλλά θεώρησε ότι αυτό οφειλόταν στο μεγάλο ανήφορο που βρισκόταν στα μέσα του χιλιομέτρου που μόλις ολοκλήρωνε. Οκτώ χιλιόμετρα πριν το τέρμα ήταν σχεδόν σίγουρος πως όλα κυλούσαν ομαλά. Ποτέ όμως δεν ξέρεις πότε θα προκύψει κάποιο πρόβλημα στο μαραθώνιο… Και έτσι ξαφνικά από το πουθενά ένιωσε σαν να τον χτύπησε από απέναντι ένας άνεμος, σαν να σκέπασε το μυαλό του ένα σύννεφο κάνοντάς τον να τα βλέπει όλα γύρω του γκρίζα, σαν να είχε ένα χέρι απέναντί του, στο ύψος του στήθους του, και να του βάζει αντίσταση.

Αναπνοές, αυτοσυγκέντρωση, σκεφτόταν πως «θα περάσει»… Μα δεν περνούσε… Ακολούθησαν τρία χιλιόμετρα. Σε κάθε μέτρο σκεφτόταν να εγκαταλείψει την προσπάθειά του. Ένιωθε να πονά τα πόδια του, ένιωθε το κεφάλι του να είναι βαρύ σαν να πιέζεται μέσα σε μια μέγγενη. Ο ρυθμός του από τέσσερα λεπτά το χιλιόμετρο έπεσε στα πέντε. Στο τριακοστό ένατο χιλιόμετρο δεν άντεξε. Ξέσπασε σε κλάματα. Ενώ έτρεχε
άκουσε μια γυναικεία φωνή να του φωνάζει «έλα Άρη, μπορείς» σπρώχνοντάς τον να κάνει την υπέρβαση. Έσφιξε τα δόντια. Ένιωθε ότι σερνόταν και όχι ότι έτρεχε. Επαναλάμβανε στον εαυτό του «ή θα πεθάνεις ή θα τερματίσεις», ενώ τα δάκρυα έρεαν από τα μάτια ακόμα πιο πολύ εξαιτίας του ιδρώτα που  έβγαζε το σώμα του.

Έμεναν λιγότερο από μερικές εκατοντάδες μέτρα. Με τα μάτια θολά από τα δάκρυα που προκαλούνταν πλέον και από την παρότρυνση των γνωστών του που παρακολουθούσαν τον αγώνα και νιώθοντας σίγουρος πως επιτέλους θα κατακτούσε ένα όνειρό του, ξέσπασε σε λυγμούς περνώντας κάτω από την αψίδα του τερματισμού. Το χρονόμετρο έγραφε «δυο ώρες, πενήντα δύο λεπτά και δέκα δευτερόλεπτα». Νιώθοντας τόσο μεγάλη ικανοποίηση και ευτυχία, χρόνια μετά όταν απέκτησε το πρώτο του παιδί είχε να λέει πως ανάλογα συναισθήματα χαράς και ευτυχίας ένιωσε όταν ήταν παρών στη γέννηση του πρώτου του παιδιού αλλά και όταν τερμάτισε τον πρώτο του μαραθώνιο δρόμο.

(Από τις «Ιστορίες του δρόμου ενός δρομέα» όπου η φαντασία και η πραγματικότητα μπερδεύονται γλύκα και με ήρωα τον Άρη επιχειρώ να γράψω ένα διήγημα. Κ. Πατίνιος)

Πουλάς χασίς; (Ιστορίες του δρόμου ενός δρομέα)

Τις καθημερινές, τα πρωινά, το πάρκο της Αθαλλάσσας δεν έχει πολύ κόσμο. Είναι φορές που μου αρέσει να τρέχω στο πάρκο για πολλή ώρα, να συναντώ τα δέντρα, το χώμα, τις πέτρες, τα πουλιά και το νερό της λίμνης και να ακούω τα κελαηδήματα των περδικιών. Όταν η τύχη το ευνοήσει πετάγεται μέσα από τα πόδια μου κάποιος λαγός και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες  κάποιες φορές με ξαφνιάζει το μεγάλο μαύρο φίδι που συναντώ εδώ και πολλά χρόνια στο ίδιο σημείο.

Εκείνη τη μέρα δεν ήθελα να ακούω και να βλέπω τίποτα από όλα αυτά.
Φόρεσα στα αυτιά μου τα ακουστικά και έβαλα τη μουσική που είχα προεπιλέξει και πέρασα στο mp3. Αν ήταν δυνατό θα έκλεινα τα μάτια να μη βλέπω τίποτα, να ταξιδέψω με τα πόδια στη μουσική και το στίχο των τραγουδιών που άκουγα.

Έτρεξα δεκαπέντε χιλιόμετρα. Απέβαλα μαζί με τον ιδρώτα ό,τι αρνητικό με βαρούσε και κατέληξα στο αυτοκίνητο από όπου είχα ξεκινήσει για να κάνω την κυκλική διαδρομή σε μια ώρα και δέκα λεπτά. Άλλαξα τα ιδρωμένα μου ρούχα και ξεκίνησα για το σπίτι. Στο αλτ, στην έξοδο από το πάρκο, χωρίς να το καταλάβω, ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού ένας νεαρός και μπαίνει ο μισός μέσα στο αυτοκίνητο λέγοντάς μου: «Να με πας να αγοράσω βενζίνη, γιατί έμεινε το αυτοκίνητό μου λίγα μέτρα από εδώ;» Δεν είχα και επιλογή να δώσω άλλη από καταφατική απάντηση, αφού ήταν κιόλας μέσα στο αυτοκίνητο βρίζοντας τους προηγούμενους οδηγούς που του αρνήθηκαν να τον μεταφέρουν. Φαινόταν ζαλισμένος, ατημέλητος, έχανε τα λόγια του. Εύκολα χωρίς να γνωρίζω από ναρκωτικά θα τον χαρακτήριζα ναρκομανή.

Η αμηχανία μου σύντομα μετατράπηκε σε φόβο, όταν καθοδόν προς στο πλησιέστερο πρατήριο βενζίνης με ρώτησε αν είχα λεφτά να του δώσω για να αγοράσει βενζίνη. Οδηγώντας του απαντούσα:

– Όχι, δεν έχω καθόλου λεφτά πάνω μου. Βλέπεις, είμαι με τα αθλητικά. Μόλις τέλειωσα την προπόνησή μου.

(Το πορτοφόλι μου ήταν μερικά εκατοστά μακριά από τα χέρια του, στο ντουλαπάκι μπροστά.)

– Τότε, σε παρακαλώ, να με περάσεις πρώτα από το σπίτι της μάνας μου να πάρω λεφτά και μετά να πάμε στο πρατήριο; με ρώτησε.

Ευτυχώς το σπίτι της μητέρας του ήταν κοντά στο βενζινάδικο και δεν βγήκα πολύ εκτός πορείας. Στάθμευσα έξω από το σπίτι που μου υπέδειξε και περίμενα.

Τους έβλεπα να μιλούν στη βεράντα, μιλούσαν έντονα. Είδα την ηλικιωμένη κυρία να του δίνει μερικά ψιλά. Επέστρεψε στο αυτοκίνητο κρατώντας μια μπουκάλα νερού του ενάμισι λίτρου. Ήπιε όσο νερό είχε απομείνει μέσα, τη στράγγιξε βγάζοντας το χέρι του από το παράθυρο αφήνοντας τον αέρα να μπει μέσα σε αυτήν.

Στο βενζινάδικο πλήρωσε δυόμισι ευρώ (όσα κρατούσε) και αγόρασε την ανάλογη ποσότητα βενζίνης. Είχα χαλαρώσει και το αίσθημα του φόβου έφυγε. Ένιωθα άσχημα που του είπα ψέματα πως δεν είχα λεφτά για να του δώσω. Στο δρόμο για την επιστροφή στο πάρκο ανταλλάξαμε αρκετές κουβέντες.

Αφού είπαμε τα τυπικά, εγώ με γυναίκα και δυο παιδιά, αυτός ελεύθερος και άνεργος. Τον παρότρυνα να ξεκινήσει τη γυμναστική λέγοντάς του πως θα τον βοηθούσε να ξεφύγει από πολλά πράγματα που πιθανό να τον ταλαιπωρούν. Στο τέλος καταλήξαμε στον παρακάτω διάλογο:

– Ωραίο το αυτοκίνητό σου, μου είπε.

– Όχι και ωραίο. Είναι για πούληση, του λέω.

– Πουλάς χασίς; με ρωτά.

– Το αυτοκίνητο είναι για πούληση, επιμένω.

– Α, νόμιζα πως μου είπες ότι πουλάς χασίς, επιμένει και αυτός.

Επιτέλους φτάσαμε στο αυτοκίνητό του…

(Από τις «Ιστορίες του δρόμου ενός δρομέα» όπου η φαντασία και η πραγματικότητα μπερδεύονται γλύκα και με ήρωα τον Άρη επιχειρώ να γράψω ένα διήγημα. Κ. Πατίνιος)

Το ατύχημα («Ιστορίες του δρόμου ενός δρομέα»)

Από τις «Ιστορίες του δρόμου ενός δρομέα» όπου η φαντασία και η πραγματικότητα μπερδεύονται γλύκα και με ήρωα τον Άρη επιχειρώ να γράψω ένα διήγημα.

Ο Άρης ανέβηκε στο ποδήλατό του και ξεκίνησε για το γήπεδο. Είχε διαλειμματική προπόνηση και γι’ αυτό πήγαινε στο γήπεδο. Το πρόγραμμα περιλάμβανε τριάντα τετρακοσάρια, σε ρυθμό 1΄20, με μισό λεπτό διάλειμμα. Ποδηλατούσε και σκεφτόταν την προπόνησή του. Ποδηλατούσε στην άκρη  της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας, όταν σε μια στιγμή άκουσε ένα δυνατό «μούγκρισμα» από αυτοκίνητο. Δεν πρόλαβε να γυρίσει το κεφάλι του δεξιά και ο δυνατός θόρυβος σχεδόν τον «άγγιξε».

Στο σημείο απ’ όπου περνούσε εκείνη τη στιγμή ο Άρης και στένευε ο δρόμος, το διπλανό του αυτοκίνητο έκανε μια απότομη αριστερή στραβοτιμονιά για να δώσει χώρο στο «τρελό» και «πειραγμένο» αυτοκίνητο που προσπερνούσε δυο δυο τα προπορευόμενα, με αποτέλεσμα να εμβολίσει το ποδήλατο του Άρη που δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Το ατύχημα, παρόλο που δεν φαινόταν σοβαρό, άφησε ένα συντριπτικό κάταγμα στο δεξί κάτω του άκρο.

Κόσμος πολύς στη σκηνή του ατυχήματος… Πρώτα φτάνει η αστυνομία και λίγα λεπτά αργότερα ένα ασθενοφόρο ολοκληρώνοντας το σκηνικό.
Νοσοκομείο, πρώτες βοήθειες, ακτινολογικό, χειρουργείο, η ελπίδα πως όλα θα πάνε καλά, το δεύτερο χειρουργείο, οι ατελείωτες μέρες στον ορθοπεδικό θάλαμο, ο φόβος πως δε θα μπορέσει να ξανατρέξει, οι απανωτές επιπλοκές, οι μολύνσεις, η εσπευσμένη μεταφορά του σε εξειδικευμένο ορθοπεδικό κέντρο του Ισραήλ, η αναπτέρωση της ελπίδας μέχρι το θάνατό της, με το εκβιαστικό δίλλημα αν θα πρέπει να ακρωτηριάσουμε το πόδι λίγο κάτω από το γόνατο για να σώσουν τη ζωή του.

Η ελπίδα, όμως, αναστήθηκε μερικούς μήνες αργότερα, αναστήθηκε για να κερδίσει ο Άρης ένα ακόμα στοίχημα ζωής. Είχε πει στους γιατρούς και στον αδελφό του που τον συνόδευε στο Ισραήλ: «Είχα στόχο ζωής τη δια βίου άθληση, το τρέξιμο, και ακόμα και τώρα που μου παίρνετε το ένα μου πόδι σας ορκίζομαι πως θα ξανατρέξω, ας είναι και με τεχνητό προσθετικό μέλος. Όχι μόνο θα τρέξω αλλά θα βγάλω και μαραθώνιο.»

Από την επόμενη κιόλας της επέμβασης για τον ακρωτηριασμό του κάτω άκρου του άρχισε το ψάξιμο στο διαδίκτυο για το πού μπορούσε να αποταθεί για να τον βοηθήσουν. Γνώριζε βεβαίως την περίπτωση του Νοτιοαφρικανού δρομέα Όσκαρ Πιστόριους ο οποίος ήταν ακρωτηριασμένος και στα δύο πόδια από την ηλικία του ενός έτους της ζωής του και έτρεχε  με δυο προσθετικά μέλη. Διάβασε, ρώτησε, έμαθε και συμπεριφερόταν σαν να μην είχε χάσει το ένα του πόδι. Ονειρευόταν και δεν έβλεπε την ώρα να περάσει ο χρόνος να επουλωθεί το τραύμα από την επέμβαση και να είναι σε θέση να «φορέσει» την προσθετική μαύρη λάμα από ανθρακόνημα και να ξεκινήσει και πάλι να τρέχει.

Αρχικά ξεκίνησε να μαθαίνει να περπάτα φορώντας το τεχνητό μέλος, το οποίο δεν ήταν το ίδιο με αυτό που φορούσε όταν έτρεχε. Ήταν σαν ένα νήπιο που μάθαινε να περπάτα, βήμα βήμα, ώσπου έμαθε τόσο καλά που αν δεν γνώριζε κάποιος την αναπηρία του δεν μπορούσε να το διακρίνει από το περπάτημα. Δεν έσερνε καθόλου το πόδι και είχε ένα αεράτο περπάτημα με ίσια πλάτη που ξεγελούσε ακόμα και έμπειρα ιατρικά μάτια.

Η δυσκολία που αντιμετώπισε δεν ήταν να αρχίσει και πάλι να τρέχει με προσθετικό μέλος αλλά να διατηρήσει το σωματικό του βάρος. Για πάρα πολλά χρόνια ο μεταβολισμός του ήταν καλά προπονημένος. Έτρεχε πολλά χιλιόμετρα και μπορούσε να τρώει σχεδόν ανεξέλεγκτα χωρίς να βάζει βάρος, ενώ εδώ και πολλούς μήνες έπρεπε να περιορίσει την «προπόνηση» της πάνω και κάτω γνάθους.

Τον όρκο του τον κράτησε και ένα χρόνο μετά ήταν και πάλι στη γραμμή εκκίνησης του κλασικού μαραθωνίου στην Ελλάδα και με χρόνο που θα ζήλευαν ερασιτέχνες αρτιμελείς δρομείς κατάφερε να φτάσει στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο. Εκεί που με φόντο την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα έβλεπε όρθιους χιλιάδες θεατές να τον επευφημούν με δάκρια στα μάτια…

Κάπου εκεί ξύπνησε ιδρωμένος και με αστραπιαία κίνηση άρπαξε και τα δυο του πόδια για να βεβαιωθεί πως όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα όνειρο. Ένα όνειρο, ήταν ένα όνειρο και όχι εφιάλτης, γιατί ακόμα και με το προσθετικό μέλος, ακόμα και μέσα από οδυνηρές  καταστάσεις πρέπει να βρίσκεις τα ψυχικά αποθέματα να κάνεις αντεπίθεση στην κακοτοπιές της ζωής και να προχωρείς με αισιοδοξία.

(Στην φοτ. ο  Όσκαρ Πιστόριους )

«Ιστορίες του δρόμου ενός δρομέα» (Εισαγωγή)

Από τις «Ιστορίες του δρόμου ενός δρομέα» όπου η φαντασία και η πραγματικότητα μπερδεύονται γλύκα και με ήρωα τον Άρη επιχειρώ να γράψω ένα διήγημα.

 Ο Άρης ήταν από τα παιδιά που, αν γεννιόταν δυο  δεκαετίες αργότερα από τη μέρα που γεννήθηκε, σίγουρα θα τον χαρακτήριζαν ως ένα παιδί με στοιχεία ελλειμματικής  συγκέντρωσης και υπερκινητικότητας. Τότε, όμως, στο περιβάλλον του τον χαρακτήριζαν απλώς ζωηρό και άτακτο, έξυπνο αλλά τεμπέλη και μέτριο προς κακό μαθητή. Έντονα ακόμα τα σημάδια της προσφυγιάς, καταγόμενος από την επαρχία της Κερύνειας, βρέθηκε να κατοικεί μαζί με τους γονείς και τα άλλα τρία του αδέλφια σε ένα μικρό ενοικιαζόμενο σπίτι στην πράσινη γραμμή, κοντά στον ιππόδρομο στον Άγιο Δομέτιο.

Τα χρόνια της φοίτησής του στο δημοτικό σχολείο τα πέρασε στο περιθώριο, στο περιθώριο από τους δασκάλους λόγω των μαθησιακών του δυσκολιών, στο περιθώριο και από τους συμμαθητές του κατά τα διαλείμματα είτε γιατί ήταν πολύ αδέξιος είτε γιατί δεν του άρεσε· για τον ένα ή τον άλλο λόγο, μπάλα δεν κλώτσησε ποτέ του.

Του άρεσα τα μοναχικά παιχνίδια. Γυρνούσε τις γειτονιές, σκαρφάλωνε σε δέντρα και στέγες, έβρισκε φωλιές πουλιών και μάζευε τα αυγά τους ή τα μικρά σπουργίτια, τα οποία προσπαθούσε να μεγαλώσει. Τα ομαδικά παιχνίδια τα βαριόταν, γιατί έπρεπε να ακολουθεί κανόνες, έπρεπε να δείχνει «πνεύμα ομαδικότητας» και εκείνη την εποχή αυτό το «χάρισμα» δεν το διέθετε.

Στα μόνα παιχνίδια που σημετιχε μαζί με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς ήταν οι αγώνες δρόμου που διοργάνωναν  στην γειτονιά. Ευτύχισε να μεγαλώσει την εποχή που υπήρχαν ακόμα η αλάνες , εκεί διαγωνιζόταν και το ευχαριστιόταν γιατί φαινόταν να ξεχωρίζει και αυτό τον έκανε να αισθάνεται όμορφα. Αλλά το ποιο αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να καβαλά το ποδήλατο του και να πηγαίνει πέντε έξι χιλιόμετρα δρόμο από το σπίτι του κοντά στο αεροδρόμιο Λευκωσίας και να κυνηγά με τα πόδια τα περδίκια. Μόλις εντόπιζε τα περδίκια τα έκανε να πετάξουν και άρχιζε να τα κυνηγά με τα πόδια , παρατηρούσε που θα προσγειωθούν και συνέχιζε να τρέχει προς το μέρος τους  για να τα τρομάξει και αυτά με την σειρά τους και πάλη απογειώνονταν για να προσγειωθούν καμιά εκατοστή μέτρα πάρα πέρα, αυτή η διαδικασίας επαναλαμβανόταν για τέσσερις πέντε φορές μέχρι που τα περδίκια δεν είχαν πλέων δύναμη να πετάξουν. Έτρεχαν όμως  για να ξεφύγουν από τον Άρη που συνέχιζε να τα κυνηγά μέχρι που να πιάσει ένα από αυτά στα χέρια του. Σε αυτό το «άθλημα» μάλιστα επιδιδόταν και άλλη νεαροί της περιοχής του και ο Άρης είχε να παινεύετε πως μέσα σε ένα χρόνο κατάφερε με αυτό τον τρόπο να αιχμαλωτίσει δεκαοκτώ πέρδικες ,αριθμός ρεκόρ για πολλά χρόνια στην γειτονιά.

Το σπίτι του ήταν το τελευταίο της γειτονίας που απέκτησε τηλεόραση, μια μαυρόασπρη NEC δεκατεσσάρων ιντσών. Την ίδια ώρα ο γείτονάς τους ο κ. Κωστής προχωρούσε τη γειτονιά ένα βήμα πιο μπροστά τεχνολογικά, όντας περήφανος για την πρώτη έγχρωμη τηλεόραση, είκοσι επτά ιντσών, που αγόρασε.

Τους ζεστούς καλοκαιρινούς  μήνες του 1984 η έγχρωμη τηλεόρασης του κ. Κωστή είχε την τιμητική της. Την έβγαζε έξω στη βεράντα και μαζεύονταν όλοι οι περίοικοι, για να δουν για πρώτη φορά σε απευθείας μετάδοση τους Ολυμπιακούς Αγώνες που διεξάγονταν, από τις 28 Ιουλίου μέχρι και τις 12 Αυγούστου, στο Λος Άντζελας των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο Άρης δώδεκα – δεκατριών χρόνων τότε καθόταν ή ακουμπούσε στα κάγκελα της περίφραξης του σπιτιού και παρακολουθούσε όση ώρα είχε αναμμένη την τηλεόραση ο γείτονάς του. Τη μέρα που διεξάχθηκε το αγώνισμα του μαραθώνιου δρόμου μπήκε το σκουλήκι του δρομέα μέσα του και την επόμενη μέρα ξεκίνησε κιόλας να τρέχει. Τριάντα πέντε χρόνια μετά από εκείνη τη μέρα τρέχει ακόμα και είναι πλέον βέβαιος πως θα συνεχίσει να τρέχει όσο μπορεί. Εύχεται, αν είναι δυνατόν, μια μέρα πλήρης ημερών να πεθάνει τρέχοντας.

Κώστας Πατίνιος