Ο κλειδαράς

 Από την υπό εξέλιξη συλλογή διηγημάτων
«Οι(Ι)_δανε(ι)κοί άντρες»

Ο κλειδαράς

Οι κλειδαράδες επιδιορθώνουν σπασμένες κλειδαριές, κάνουν,φτιάχνουν κλειδιά και εγκαθιστούν συστήματα ασφαλείας όπως συναγερμούς. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει πανεπιστήμιο ή επαγγελματική σχολή που να δίνει δίπλωμα ή πτυχίο σε κάποιον ο οποίος θα ήθελε να ασχοληθεί με αυτό το επάγγελμα. Είναι ενδιαφέρον το ότι οι περισσότεροι κλειδοποιοί ξεκινούν ως μαθητευόμενοι και μπορεί να καταλήξουν ακόμα και σύμβουλοι σε σώματα ασφαλείας, αφού πολλές φορές ανακριτές της αστυνομίας τούς συμβουλεύονται για τον τρόπο που κατάφερε να διαρρήξει μια κατοικία ή ένα κατάστημα κάποιος κλέφτης.

 Έντεκα η ώρα το πρωί και ο κλειδαράς κάνει την εμφάνισή του στο βιβλιοπωλείο για να αντικαταστήσει τις απλές κλειδωνιές με κλειδωνιές ασφαλείας. Βλέπετε, οι καιροί αλλάζουν και στη γειτονιά αυξάνονται τα κρούσματα διαρρήξεων.

Ως αφηγητής θα ήθελα να αποφύγω τους πλεονασμούς και τα κλισέ, αλλά δεν θα μπορέσω να αποφύγω την περιγραφή της αμηχανίας που ένιωσε βλέποντας την υπεύθυνη του βιβλιοπωλείου… Ήταν όμως και αυτή μια γυναίκα με τα όλα της. Πληθωρική, αφράτη και με ένα χαμόγελο που φώναζε από μακριά: «εδώ είμαι», «με είδες;».

Ο κλειδαράς έκανε τη δουλειά για την οποία καλέστηκε και η βιβλιοπώλης ανάμεσα στην εξυπηρέτηση των πελατών αντάλλαζε και κουβέντες μαζί του. «Η σχέση σου με τα βιβλία; διαβάζεις;» τον ρώτησε. «Καμία σχέση, δεν διάβασα ποτέ κανένα βιβλίο», της είπε έχοντας ένα ενοχικό ύφος στο πρόσωπό του, λες και έκανε κάτι κακό.

Η δουλειά του τελείωσε, της έβγαλε το τιμολόγιο και το ακούμπησε στο γραφείο της, εκείνη το πήρε, τον ευχαρίστησε και του έδωσε έναν φάκελο, ένα δώρο, ένα βιβλίο. «Ποτέ δεν είναι αργά να γνωρίσεις τον κόσμο μας», του είπε με τρόπο που επιδεχόταν πέραν της μίας ερμηνείας.
 «Ξέρεις… είμαι δυσλεκτικός, με φοβίζει το μέγεθος του βιβλίου, δεν θα καταφέρω να συγκεντρωθώ να το διαβάσω…» είπε με μεγάλη αμηχανία, μια παύση και συνέχισε με ένα παράπονο: «στο σχολείο όταν με έβαζε η δασκάλα να διαβάσω, με κορόιδευε όλη η τάξη» Η βιβλιοπώλης δεν πρόλαβε να πει κάτι άλλο, ειχε αιφνιδιαστεί, ο κλειδαράς έφυγε με γοργά βήματα αφήνοντας τον φάκελο πάνω στον πάγκο του βιβλιοπωλείου.

Αργά το απόγευμα βρήκε ένα μήνυμα στην εφαρμογή Viber από τη βιβλιοπώλη. «Βρήκα το τηλέφωνό σας από το τιμολόγιο, έχω μια ιδέα για να «διαβάσετε» εύκολα το πρώτο σας λογοτεχνικό βιβλίο. Αύριο πρωί θα σας πω τον τρόπο.»

Την ευχαρίστησε με δισταγμό και περίμενε. Την επόμενη ημέρα κατά τις έντεκα το πρωί, έλαβε μέσω του viber ένα βίντεο πέντε σχεδόν λεπτών. Ήταν η βιβλιοπώλης, η οποία του έλεγε ότι θα του στέλνει κάθε μέρα ένα με δύο βιντεακια διαβάζοντάς του το βιβλίο που του πρότεινε.

Έτσι ξεκίνησε ένα ταξίδι αλλιώτικο, κάθε μέρα περίμενε να τη δει, να την ακούσει, η ιστορία του βιβλίου τού έκοβε την ανάσα, τον κρατούσε σε εγρήγορση, παρακολουθούσε τα σύντομα βιντεακια μόλις έκλεβε λίγο χρόνο έχοντας την προσοχή του τόσο στην τροπή της ιστορίας, αλλά όσο και στην καλοντυμένη νεαρή βιβλιοπώλη που καθημερινά φορούσε το ιδιο βαθύ κόκκινο κραγιόν.
Με την πάροδο των ημερών αποκαλύφθηκε και η πλούσια συλλογή της από μεταξωτά σάλια που αγκάλιαζαν το λαιμό της.  
Ο κλειδαράς την ευχαριστούσε κάθε φορά που τελείωνε τη θέαση ενός «επεισοδίου» και δεν δίσταζε σιγά σιγά να κάνει και παρατηρήσεις για την τροπή της ιστορίας, ενώ δεν έκρυβε την ανυπομονησία του να λάβει το επόμενο.
Η νεαρή βιβλιοπώλης, απόφοιτη πανεπιστημιακής σχολής, τμήμα φιλολογίας, «παρέδιδε» καθημερινά το μάθημα με τρόπο που θα ζήλευαν επαγγελματίες ηθοποιοί, και αυτό ήταν κάτι που επισήμανε ο κλειδαράς. «Παράλληλα με τη φιλολογική σχολή σπούδασα και θέατρο», του είπε.
Η όλη διαδικασία εξελισσόταν με το πέρασμα των ημερών σε ένα τρυφερό ερωτικό παιχνίδι. Πλέον εκτός από το χαμόγελό της, που φώναζε από μακριά, φώναζε όλο της το πρόσωπο που έλαμπε, φώναζε το βαθύ της ντεκολτέ με το πλούσιο στητό της στήθος, φώναζαν τα μάτια της, φώναζε δυνατά όλο το είναι της: «εδώ είμαι», «με είδες;» Ο κλειδαράς την είδε και την καλοείδε και όσο ξεκλειδωνόταν εκείνη, αυτός κλείδωνε από αδυναμία, έλλειψη αυτοπεποίθησης και ένα κλικ εκ γενετής ντροπαλότητας που τον περιέβαλλε.
Μετά από μέρες και ενώ η ανάγνωση του βιβλίου ήταν στα μισά του δρόμου, κάπου εκεί που οι πρωταγωνιστές έκαναν γυμνοί μπάνιο στα καταγάλανα νερά του Ιονίου πελάγους, λίγα μέτρα από τις ακτές των Παξών. Τόλμησε να τη ρωτήσει αν της αρέσει το νερό, το μπάνιο στη θάλασσα. «Έχεις να μου προτείνεις κάτι;» τον ρώτησε και αφού δεν έλαβε ξεκάθαρη απάντηση, συνέχισε: «Πονηρέ, θες να με πας θάλασσα…»
Και πήγαν στη θάλασσα και έκαναν γυμνοί μπάνιο με όλα όσα μπορείς να φανταστείς, αγαπητέ αναγνώστη.

Ο κλειδαράς από εκείνη τη συνάντηση αποκόμισε και ένα κάταγμα από γλίστρημα στα βράχια, ψάχνοντας απόμερο σημείο να κρυφτούν από περίεργα μάτια, ένα κάταγμα μετακαρπίου που τον κράτησε για έξι εβδομάδες μακριά από τη δουλειά.

Ως αφηγητής παρακάμπτω τις επόμενες συναντήσεις τους, δίνοντας μόνο μερικά σημαντικά στοιχεία: το αμοιβαίο πάθος, την απόλυτη χημεία, το τέλειο ερωτικό κούμπωμα και την αλήθεια του κλειδαρά ότι ζει στα σαράντα-φεύγα του ότι ποιο όμορφο ειχε ονειρευτεί. Η όποια προσπάθειά της να του διορθώσει έστω και όποια στοιχεία από τη δυσλεξία του, έπεσε στο κενό.

Μπορεί να μην κατάφερε να του μάθει ορθογραφία και ανάγνωση, του παρέδωσε όμως με βαθμό άριστα πτυχίο «ερωτοποιού», ψιθυρίζοντας στο αυτί του:

 «Εσυ που δεν ξέρεις ορθογραφία, που η δυσλεξία σου ανεκατευει ακόμη και τους αριθμούς με τα γράμματα, Ξέρεις να χειρίζεσαι τη γλώσσα καλύτερα από κάθε άλλον».

 «Οι(Ι)_δανε(ι)κοί άντρες» βρίσκονται σε ανθρώπους της διπλανής πόρτας.

Κώστας Πατίνιος 1/8/2023

Σχολιάστε