Ο κλειδαράς

 Από την υπό εξέλιξη συλλογή διηγημάτων
«Οι(Ι)_δανε(ι)κοί άντρες»

Ο κλειδαράς

Οι κλειδαράδες επιδιορθώνουν σπασμένες κλειδαριές, κάνουν,φτιάχνουν κλειδιά και εγκαθιστούν συστήματα ασφαλείας όπως συναγερμούς. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει πανεπιστήμιο ή επαγγελματική σχολή που να δίνει δίπλωμα ή πτυχίο σε κάποιον ο οποίος θα ήθελε να ασχοληθεί με αυτό το επάγγελμα. Είναι ενδιαφέρον το ότι οι περισσότεροι κλειδοποιοί ξεκινούν ως μαθητευόμενοι και μπορεί να καταλήξουν ακόμα και σύμβουλοι σε σώματα ασφαλείας, αφού πολλές φορές ανακριτές της αστυνομίας τούς συμβουλεύονται για τον τρόπο που κατάφερε να διαρρήξει μια κατοικία ή ένα κατάστημα κάποιος κλέφτης.

 Έντεκα η ώρα το πρωί και ο κλειδαράς κάνει την εμφάνισή του στο βιβλιοπωλείο για να αντικαταστήσει τις απλές κλειδωνιές με κλειδωνιές ασφαλείας. Βλέπετε, οι καιροί αλλάζουν και στη γειτονιά αυξάνονται τα κρούσματα διαρρήξεων.

Ως αφηγητής θα ήθελα να αποφύγω τους πλεονασμούς και τα κλισέ, αλλά δεν θα μπορέσω να αποφύγω την περιγραφή της αμηχανίας που ένιωσε βλέποντας την υπεύθυνη του βιβλιοπωλείου… Ήταν όμως και αυτή μια γυναίκα με τα όλα της. Πληθωρική, αφράτη και με ένα χαμόγελο που φώναζε από μακριά: «εδώ είμαι», «με είδες;».

Ο κλειδαράς έκανε τη δουλειά για την οποία καλέστηκε και η βιβλιοπώλης ανάμεσα στην εξυπηρέτηση των πελατών αντάλλαζε και κουβέντες μαζί του. «Η σχέση σου με τα βιβλία; διαβάζεις;» τον ρώτησε. «Καμία σχέση, δεν διάβασα ποτέ κανένα βιβλίο», της είπε έχοντας ένα ενοχικό ύφος στο πρόσωπό του, λες και έκανε κάτι κακό.

Η δουλειά του τελείωσε, της έβγαλε το τιμολόγιο και το ακούμπησε στο γραφείο της, εκείνη το πήρε, τον ευχαρίστησε και του έδωσε έναν φάκελο, ένα δώρο, ένα βιβλίο. «Ποτέ δεν είναι αργά να γνωρίσεις τον κόσμο μας», του είπε με τρόπο που επιδεχόταν πέραν της μίας ερμηνείας.
 «Ξέρεις… είμαι δυσλεκτικός, με φοβίζει το μέγεθος του βιβλίου, δεν θα καταφέρω να συγκεντρωθώ να το διαβάσω…» είπε με μεγάλη αμηχανία, μια παύση και συνέχισε με ένα παράπονο: «στο σχολείο όταν με έβαζε η δασκάλα να διαβάσω, με κορόιδευε όλη η τάξη» Η βιβλιοπώλης δεν πρόλαβε να πει κάτι άλλο, ειχε αιφνιδιαστεί, ο κλειδαράς έφυγε με γοργά βήματα αφήνοντας τον φάκελο πάνω στον πάγκο του βιβλιοπωλείου.

Αργά το απόγευμα βρήκε ένα μήνυμα στην εφαρμογή Viber από τη βιβλιοπώλη. «Βρήκα το τηλέφωνό σας από το τιμολόγιο, έχω μια ιδέα για να «διαβάσετε» εύκολα το πρώτο σας λογοτεχνικό βιβλίο. Αύριο πρωί θα σας πω τον τρόπο.»

Την ευχαρίστησε με δισταγμό και περίμενε. Την επόμενη ημέρα κατά τις έντεκα το πρωί, έλαβε μέσω του viber ένα βίντεο πέντε σχεδόν λεπτών. Ήταν η βιβλιοπώλης, η οποία του έλεγε ότι θα του στέλνει κάθε μέρα ένα με δύο βιντεακια διαβάζοντάς του το βιβλίο που του πρότεινε.

Έτσι ξεκίνησε ένα ταξίδι αλλιώτικο, κάθε μέρα περίμενε να τη δει, να την ακούσει, η ιστορία του βιβλίου τού έκοβε την ανάσα, τον κρατούσε σε εγρήγορση, παρακολουθούσε τα σύντομα βιντεακια μόλις έκλεβε λίγο χρόνο έχοντας την προσοχή του τόσο στην τροπή της ιστορίας, αλλά όσο και στην καλοντυμένη νεαρή βιβλιοπώλη που καθημερινά φορούσε το ιδιο βαθύ κόκκινο κραγιόν.
Με την πάροδο των ημερών αποκαλύφθηκε και η πλούσια συλλογή της από μεταξωτά σάλια που αγκάλιαζαν το λαιμό της.  
Ο κλειδαράς την ευχαριστούσε κάθε φορά που τελείωνε τη θέαση ενός «επεισοδίου» και δεν δίσταζε σιγά σιγά να κάνει και παρατηρήσεις για την τροπή της ιστορίας, ενώ δεν έκρυβε την ανυπομονησία του να λάβει το επόμενο.
Η νεαρή βιβλιοπώλης, απόφοιτη πανεπιστημιακής σχολής, τμήμα φιλολογίας, «παρέδιδε» καθημερινά το μάθημα με τρόπο που θα ζήλευαν επαγγελματίες ηθοποιοί, και αυτό ήταν κάτι που επισήμανε ο κλειδαράς. «Παράλληλα με τη φιλολογική σχολή σπούδασα και θέατρο», του είπε.
Η όλη διαδικασία εξελισσόταν με το πέρασμα των ημερών σε ένα τρυφερό ερωτικό παιχνίδι. Πλέον εκτός από το χαμόγελό της, που φώναζε από μακριά, φώναζε όλο της το πρόσωπο που έλαμπε, φώναζε το βαθύ της ντεκολτέ με το πλούσιο στητό της στήθος, φώναζαν τα μάτια της, φώναζε δυνατά όλο το είναι της: «εδώ είμαι», «με είδες;» Ο κλειδαράς την είδε και την καλοείδε και όσο ξεκλειδωνόταν εκείνη, αυτός κλείδωνε από αδυναμία, έλλειψη αυτοπεποίθησης και ένα κλικ εκ γενετής ντροπαλότητας που τον περιέβαλλε.
Μετά από μέρες και ενώ η ανάγνωση του βιβλίου ήταν στα μισά του δρόμου, κάπου εκεί που οι πρωταγωνιστές έκαναν γυμνοί μπάνιο στα καταγάλανα νερά του Ιονίου πελάγους, λίγα μέτρα από τις ακτές των Παξών. Τόλμησε να τη ρωτήσει αν της αρέσει το νερό, το μπάνιο στη θάλασσα. «Έχεις να μου προτείνεις κάτι;» τον ρώτησε και αφού δεν έλαβε ξεκάθαρη απάντηση, συνέχισε: «Πονηρέ, θες να με πας θάλασσα…»
Και πήγαν στη θάλασσα και έκαναν γυμνοί μπάνιο με όλα όσα μπορείς να φανταστείς, αγαπητέ αναγνώστη.

Ο κλειδαράς από εκείνη τη συνάντηση αποκόμισε και ένα κάταγμα από γλίστρημα στα βράχια, ψάχνοντας απόμερο σημείο να κρυφτούν από περίεργα μάτια, ένα κάταγμα μετακαρπίου που τον κράτησε για έξι εβδομάδες μακριά από τη δουλειά.

Ως αφηγητής παρακάμπτω τις επόμενες συναντήσεις τους, δίνοντας μόνο μερικά σημαντικά στοιχεία: το αμοιβαίο πάθος, την απόλυτη χημεία, το τέλειο ερωτικό κούμπωμα και την αλήθεια του κλειδαρά ότι ζει στα σαράντα-φεύγα του ότι ποιο όμορφο ειχε ονειρευτεί. Η όποια προσπάθειά της να του διορθώσει έστω και όποια στοιχεία από τη δυσλεξία του, έπεσε στο κενό.

Μπορεί να μην κατάφερε να του μάθει ορθογραφία και ανάγνωση, του παρέδωσε όμως με βαθμό άριστα πτυχίο «ερωτοποιού», ψιθυρίζοντας στο αυτί του:

 «Εσυ που δεν ξέρεις ορθογραφία, που η δυσλεξία σου ανεκατευει ακόμη και τους αριθμούς με τα γράμματα, Ξέρεις να χειρίζεσαι τη γλώσσα καλύτερα από κάθε άλλον».

 «Οι(Ι)_δανε(ι)κοί άντρες» βρίσκονται σε ανθρώπους της διπλανής πόρτας.

Κώστας Πατίνιος 1/8/2023

Σχεδόν τίποτα

Περασμένες μια  η ώρα το πρωί, διεκπεραιώνω  λογοτεχνικά «θελήματα»  ( ενημερώνω την ιστοσελίδα λογοτεχνικού ομίλου και τελειώνω το διάβασμα ενός ανέκδοτου διηγήματος  που μου έστειλε μια φίλη ) .
Aνοίγω το folder  «patinios2022» συνειδητοποιώ ότι δεν έχω γράψει σχεδόν τίποτα λογοτεχνικό.
Ενα  ποιήματα στα Κυπριακά, ένα διήγημα από την σειρά  διηγημάτων που άφησα στη μέση με τίτλο «Οι(Ι)_δανε(ι)κοί άντρες» και άλλη  μια μικρή ιστορία με τίτλο .
«Μικρές  αληθινές ιστορίες»
Δεν θυμάμαι πότε την είχα γράψει, ξεκινώ να τη διαβάζω…. 

Κάπου στα δεκαεπτά/δεκαοκτώ του  συνοδευόμενος από μια παρέα δυο-τριών  συμμαθητών.
Ενώ ήταν στην   ουρά της μαθητικής διαδηλώσεις  για την ανακηρύξει του ψευδοκράτους
αποφασίζουν  να αλλάξουν  κατεύθυνση και αντί στο οδόφραγμα του αγίου Κασιανου να πάνε  μερικά στενά ποιο μέσα στη παλιά Λευκωσία να « καταθέσουν» τη παρθενιά τους σε μια επαγγελματία του είδους.
Ηταν  ο τρίτος στη σειρά,( το αποφάσισαν  κατόπιν κλήρωσης )
Περίμεν στο σαλόνι τον Αντρέα μαζί με τον Παμπο.
Σε δέκα λεπτά ο Ανδρέας βγήκε χαρούμενος.
Άξιος, άξιος του είπαν (πότε γδύθηκε πότε το «έκανε» πότε ντύθηκε….) 
Του Παμπου του πηρέ σχεδόν είκοσι λεπτά . Άξιος, άξιος του είπαμε
Ήρθε η σειρά του Κλύτου , μπήκε μέσα , ντροπαλός και πρωτάρης  περίμενε την επαγγελματική καθοδήγηση της κυρίας . Αφού γδύθηκε του σέρβιρε κατευθείαν το «κυρίως πιάτο»
περνούσε η ώρα και βλέποντας το ανέκφραστο πρόσωπο της δεν μπορούσε να ολοκληρώσει.
Ξαφνικά του λέει «τελείωνε, είν μια η ώρα , θα πάω να φάω»
Βγήκε άπραγος , λαβωμένο το ηθικό, είχε όμως μια καλή δικαιολογία να λέει  στο μπούλινγκ που ακλούθησε.
 « Δε φταίω εγώ που αντί σε ιερόδουλη με πήρατε σε κοιλιόδουλη»

Έδωσε και μια υπόσχεση στον εαυτό του να μην ξανά πατήσει το πόδι του σε τέτοιοι μέρος

Χαμογελώ .
Κλείνω τον υπολογιστή, βαριέμαι να γράψω κάτι άλλο, πάω για ύπνο,

Τσικνοπέμπτη στο γήπεδο

Η προετοιμασία για τον αγώνα στόχο προϋποθέτει προσήλωση, υπομονή και επιμονή.
Μα για μια δρομέα υπεραποστάσεων που είναι συνηθισμένη να τρέχει σε βουνά σε μονοπάτια, σε πάρκα και δρόμους, το να «υποχρεώνεται» έστω μια-δυο φορές την εβδομάδα να τρέχει στο γήπεδο σε κυκλική μονότονη διαδρομή είναι, όπως και να το κάνουμε, καταπιεστικό, αλλά και τόσο αναγκαίο, γιατί το τρέξιμο στο γρασίδι χαλαρώνει και ξεκουράζει τα πόδια.
Vegan runner αυτή, θεωρία και φιλοσοφία που αγγίζει τα όρια της ιεροτελεστίας η  καθημερινότητά της γύρω από το τρέξιμο και τη διατροφή της.
Το πρωί έκανε γιόγκα για δρομείς, επαγγελματικές συναντήσεις  τις επόμενες ώρες.
Γεύμα και ξεκούραση, νωρίς το απόγευμα στο γήπεδο, συνάντηση με το έτερο δρομικό ήμισυ.

Κρεατοφάς αυτός, τα χόρτα μόνο στα χωράφια τα βλέπει όταν πηγαίνει κυνήγι. Στο πιάτο του ούτε να τα δει δεν θέλει. Αν δεν έχει κρέας στο πιάτο, δεν χορταίνει· όχι τίποτα σπουδαίο… τουλάχιστον ένα τέταρτο νεκρού ζώου στο πιάτο του!
Κάποτε, μόλις πρωτογνωρίστηκαν κόντεψαν να παρεξηγηθούν όταν της έστειλε (για να τη πειράξει) φωτογραφίες από τα κυνηγητικά κατορθώματα του. Οι φωτογραφίες  εικόνιζαν πέρδικες μπεκάτσες και λαγούς που ξεπερνούσαν το «κότα» στην πρώτη κυνηγετική εξόρμηση του λαγού.

Τσικνοπέμπτη στο γήπεδο και από τις πρώτες στροφές αναπόφευκτα η κουβέντα περιστράφηκε γύρω από το έθιμο της ημέρας.

  • Τι έφαγες σήμερα κοπελλάτσα μου;
  • Αναποφλοίωτο ρύζι με ντομαντίνια, κρεμμυδάκια και «kale”.
  • Τι εν τούτο;
  • Eίδος λαχανίδας! Και από πάνω nutritional yeast που είναι μια διατροφική μαγιά,
    διευκρινίζω για να μη με ρωτήσεις
  • Μα είσαι πελλή Ρα .Ξέρεις ήντα μέρα ένει;
  • Πέμπτη;
  • ΟΧΙ… σήμερα δεν είναι Πέμπτη. Είναι Τσικνοπέμπτη! Εν είδες τους καπνούς από τες φουκουδες;
  • Α οκ, δεν πήρα είδηση. Να μην τολμήσω να ρωτήσω τι έφαγες εσύ, γιατί δεν θα διαφέρει από τις υπόλοιπες μέρες.
  • Να ρωτήσεις. γιατί διαφέρει… έφαγα…
  • Δεν θέλω να ακούσω.
  • Θα ακούσεις. Δαμε έχουμε δημοκρατία. Έφαγα λουκάνικα και ζαλατίνα για πρόγευμα, λουκάνικα, παστουρμά, τζιζη-μιζη στα κάρβουνα για μεσημέρι, τζιαι πόψε θα ανάψουμε φουκού στον κουμπάρο, κοπιασε!

Του έριξε ένα βλέμμα και δεν είπε τίποτα. Ούτε αυτός άνοιξε το στόμα του ξανά για τις επόμενες πέντε στροφές του γηπέδου.
Την ησυχία άρχισε να διαταράσσει το μικρό τρακτέρ που πηγαινοερχόταν και κούρευε το  γρασίδι. Η μυρωδιά του φρεσκοκουρεμένου γρασιδιού άρχισε να γίνετε όλο και πιο έντονη, οπόταν ξαφνικά αυτός  σπάει ξανά τη σιωπή του:

  • Κοπελλατσα μου…
  • Τι είναι πάλι αγαπημένε μου;
  • Πε μου θέλεις να πεις τώρα που μυρίζει έτσι έντονα το γρασίδι νιώθεις όπως νιώθω εγώ άμα ραίσσω έξω που σουβλιτζητηκο ένεν!!!

Κ. Π

 

Επετειακό

Ήθελε να γιορτάσει τα δυο χρόνια από τη μέρα που σταμάτησε να τρώει κρέας.
Δυο χρόνια vegetarian με μεγάλες πινελιές vegan (κάποτε  δεν έτρωγε για μεγάλα διαστήματα τίποτα που να προερχόταν από ζωντανό οργανισμό).
Σχόλασε αργά το απόγευμα και πήγε σπίτι. Δεκατρείς Φεβρουαρίου· πάνε κιόλας δυο χρόνια! Σημαδιακή ημέρα, σκέφτηκε, δυο χρόνια χωρίς κρέας! Σημαντική για ακόμα έναν λόγο που τον θυμάται με χαμόγελο, αφού ανάγεται στα πρώτα νεανικά της χρόνια· είναι η ημέρα πού χάρισε στον νεανικό έρωτά της την παρθενιά της. Δεν κρατιόταν  να περιμένει μέχρι τις δεκατέσσερις να το «κάνει» μέρα του αγίου Βαλεντίνου, και έχει να το λέει.
Πεινούσε σαν λύκος! Ήθελε να γιορτάσει τα δυο χρόνια από τη μέρα που σταμάτησε να τρώει κρέας, αλλά δεν πρόλαβε να κάνει άλλες σκέψεις.
Χτύπησε η εξώπορτα του διαμερίσματος· ήταν ο Γιάννης, ο γκόμενος on/off που όλο τον διώχνει και όλο τον έχει για τη δύσκολη στιγμή, ο οποίος έφτασε απρόσκλητος. Διένυε περίοδο έντονης μοναξιάς και «αγαμίας»… Ούτε που τον ρώτησε καλά-καλά τι γύρευε απρόσκλητος στο σπίτι της. Όρμησε πάνω του και εκτονώθηκε! Άλλο που δεν ήθελε ο Γιάννης, ο οποίος ποτέ δεν κατάφερε να της πει όχι. Διώχνοντας τον Γιάννη από το σπίτι ήταν κιόλας εννέα το βραδύ και η πείνα χτύπησε κόκκινο·ήθελε να γιορτάσει τα δυο χρόνια από τη μέρα που σταμάτησε να τρώει κρέας.
Βρήκε στον πάγκο της κουζίνας αφημένα διαφημίστηκα φυλλάδια. Το μάτι έπεσε σε ένα σουβλατζίδικο. Το πήρε στα χέρια της και το περιεργάστηκε λίγο, σχημάτισε τον αριθμό παραγγελιών για κατ’ οίκον παράδοση και παρήγγειλε μια ποικιλία με διάφορα σχάρας: σουβλάκια, σιεφταλιά, παϊδάκια, λουκάνικο, παστουρμά, ενώ στη θέση των μανιταριών ζήτησε αν γινόταν ένα έξτρα κομμάτι λουκάνικο! Μέχρι να έρθει το φαγητό άνοιξε και ένα μπουκάλι κόκκινο ξηρό κρασί και ήπιε δυο ποτηράκια.
Δεν μετάνιωσε καθόλου για τη παραγγελία που έκανε .Όταν ήρθε το φαγητό το έφαγε λαίμαργα και χωρίς τύψεις γιορτάζοντας έτσι τα δυο χρόνια από τη μέρα που σταμάτησε να τρώει κρέας.

Την επομένη το πρωί την πονούσε το στομάχι τις, την πονούσε και η ψυχή της.
Ήταν πλέον απόλυτα σίγουρη για την ορθότητα των αποφάσεών της για να μην φάει ποτέ ξανά κρέας και για να μην ξαναδεί τον Γιάννη.
Κιαν δεν ήταν πρωί και αν δεν την πονούσε το στομάχι, ευχαρίστως θα έπινε ακόμα ένα ποτηράκι κρασί στην υγεία εκείνου του πρώτου νεανικού έρωτα που του χάρισε τη παρθενιά της.

Μικροδιηγήματα (ΚΠ 2020)

Θέα από μπαλκόνι-Λεμεσός

Μετά τη πολύ  πετυχημένη  παρουσίαση του Βιβλίου  ΘΕΑ ΑΠΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ
( Εκδόσεις Γαβριηλίδη Αθήνα 2018)  στη Λευκωσία το βιβλίο παρουσιάζεται στη Λεμεσό τη Τρίτη 24 Απριλίου σε συνεργασία με την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου, το σωματείο δρομέων
Εύ Ζήν και το ΤΕΠΑΚ.

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στο Αμφιθέατρο Πεύκιος Γεωργιάδης στο Κτήριο Α. Θεμιστοκλέους ΤΕΠΑΚ , Λεμεσό ώρα 8:00 μ.μ
Χαιρετισμός από τον πρόεδρο του σωματείου δρομέων Εύ Ζήν Ανδρέα Ευθυμίου.
Για το βιβλίο θα μιλήσει ο  Γιώργος Φράγκος, ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας.
Ερμηνεία διηγημάτων από τον  ηθοποιό Αντρέα Τσουρή.
Συντονίζει η φιλόλογος  Κούλα Στυλιανού.

Το βιβλίο περιλαμβάνει μια σειρά από είκοσι έξι μικρά διηγήματα.
Πρόκειται για ιστορίες που ανιχνεύουν οριακές καταστάσεις και σχέσεις. Άνθρωποι καθημερινοί, της διπλανής πόρτας, αλλά και κάποιοι ξεχωριστοί, κεντρίζουν τη σκέψη και πυροδοτούν τη συγκίνηση αφοπλίζοντας τα δεδομένα και γνωστά με μοναδικό όπλο τη λιτή αφήγηση, που περιλαμβάνει ζωντανές περιγραφές, ρεαλιστικούς διαλόγους και καταλυτικές ανατροπές.

prosklisi_lemesos

Θεά από Μπαλκόνι – Η Παρουσίαση στη Λευκωσία

Βραδύ Δευτέρας 19/3/18 ήταν μια ξεχωριστή και «γεμάτη» νύκτα.

Είχα την παρουσίαση του καινούριου μου βιβλίου . Ένα μεγάλο ευχαριστώ από τα βάθη της καρδίας μου σε όλους όσους βρεθήκαν  δίπλα μου αλλά και σε όσους δεν μπόρεσαν αλλά με στήριξαν με ένα μήνυμα με ένα τηλεφώνημα. Ο χώρος της δημοσιογραφικής εστίας γεμάτος , Τα βιβλία εξαντλήθηκαν και η θετική ενέργεια ήταν διάχυτη. Ευχαριστώ το Δ.Σ της Ένωσης Λογοτεχνών που ήταν πάρων και ιδιαίτερα την Αγγέλα Καϊμακλιώτη που ανάλαβε και τον ρολό να συντονίσει την εκδήλωση αλλά και τον ποιητή και κριτικό λογοτεχνίας Γιώργο Φράγκο για την εύστοχη ανάλυση που έκανε στο βιβλίο . Ευχαριστώ τους Λογοτέχνες που με τίμησαν με την παρουσία τους , οικογένεια , συγγενείς ,φίλους αλλά και την μεγάλη δρομική οικογένεια μου!! Τέλος ένα τεράστιο ευχαριστώ στους ηθοποιούς που με την ερμηνεία των διηγημάτων, τα ανέβασαν πολύ πιο ψηλά από όσο μπορούσα να φανταστώ.
Αντρέα Τσουρή , Μανώλη Μιχαηλίδη, Δήμητρα Νικολαϊδου ήταν τιμή μου που αποδεχτήκατε την πρόσκληση μου και ερμηνεύσατε τα κείμενα μου.
Λεμεσός ο επόμενος Σταθμός αφού πρώτα προγραμματιστούμε!

c1

b9

c8

b5 - Copy

c6

d6

d9

d5
οι φωτογραφίες είναι του Μιχάλη Θεοχαριδη

Παρουσίαση του Βιβλίου – Κοπιάστε

προκληση 19.3 θεα απο μπαλκονι

«θεά από μπαλκόνι»

Έφτασε και πήρε τη θέση του πλάϊ στα αδελφάκια του!! Τις επόμενες μέρες  και στα βιβλιοπωλεία . Η παρουσίαση του βιβλίου οργανώνεται και θα ανακοινωθεί τις επόμενες μέρες.

Κυκλοφόρησε από της εκδόσεις Γαβριηλίδη το καινούριο βιβλίο του Κώστα Πατίνιου.
Το βιβλίο «θεά από μπαλκόνι» περιλαμβάνει μια σειρά από είκοσι έξι μικρά διηγήματα
Πρόκειται για ιστορίες που ανιχνεύουν οριακές καταστάσεις και σχέσεις. Άνθρωποι καθημερινοί, της διπλανής πόρτας, αλλά και κάποιοι ξεχωριστοί, κεντρίζουν τη σκέψη και πυροδοτούν τη συγκίνηση αφοπλίζοντας τα δεδομένα και γνωστά με μοναδικό όπλο τη λιτή αφήγηση, που περιλαμβάνει ζωντανές περιγραφές, ρεαλιστικούς διαλόγους και καταλυτικές ανατροπές.

θεα απο μπαλκονι1

θεα απο μπαλκονι2

Γνωρίζοντας ένα καινούριο κόσμο

Λονδινο
Δεν είμαι από αυτούς που ταξιδεύουν τόσο  πολύ,  ούτε και έχω δουλέψει ή σπουδάσει στο εξωτερικό. Τα ταξίδια  μου, ολιγοήμερα και όχι πολύ μακρινά.

Τώρα στα σαράντα πέντε μου η συγκυρία το έφερε να ταξιδέψω μέχρι την Αγγλία. Δεν είχα σκοπό να γράψω κάτι για αυτό το ταξίδι .Ένα σημειωματάριο όμως στην oxford street  από αυτά που πωλάνε μαζί με στύλο σε τουριστικά μαγαζιά μου έκλεισε το μάτι. Έχοντας στο σκληρό εξώφυλλο του φωτογραφία  το γνωστό διώροφο κόκκινο λεωφορείο, τον κόκκινο τηλεφωνικό θάλαμο,  το ρολόι του Μπινγκ Μπεν και μια από της γέφυρες του Τάμεση με έκανε να το αγοράσω και να αρχίσω να γράφω τις σκέψεις μου από αυτό το ταξίδι.

Δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου τόσο πολύ κόσμο. Αμέτρητοι άνθρωποι  να μοιάζουν  με μυρμήγκια που κινούνται ασταμάτητα σε γραμμές που πάνε, έρχονται και τέμνονται. Καταρρακτώδης βροχή από κόσμο κάθε εθνικότητας, χρώματος,  γλώσσας  και οικονομικής επιφάνειας η αφάνειας.

Ξέρω δεν σας λέω τίποτα καινούριο ή σπουδαίο, ξέρω ότι λέω το αυτονόητο για έναν που επισκέφτηκε για λίγες μέρες το Λονδίνο. Τα λέω γιατί η έκπληξη μου ήταν τόσο πολύ μεγάλη που ξαφνικά αισθάνθηκα  μικρός και τιποτένιος. Έκανα μάλιστα  τη σκέψη «καημένε και αφελής Κύπριε συμπατριώτη που νομίζεις πως είμαστε το κέντρο της γης»! Παίρνω σημειώσεις  ωσάν να είμαι μαθητής δημοτικού και έχω να γράψω έκθεση για την εκδρομή που μας πήρε η δασκάλα μας.

Στη Leicester square και  Trafalgar square  οι Street performance και μουσικοί του δρόμου τράβηξαν την προσοχή μου. Αξίζουν την προσοχή και το φιλοδώρημα κάθε επισκέπτη .

Τεράστια μαγαζιά με τις πιο γνωστές μάρκες της αγοράς, από υψηλή ραπτική μέχρι φτηνά κινέζικα, καταστήματα γνωστών σοκολάτων  και ο κόσμος να τις αγοράζει με το κιλό (το βρήκα πολύ ηλίθιο αυτό το θέαμα).

Στο δρόμο μου έτυχε να δω αρκετά συνέργια που επιδιόρθωναν δρόμους η έκαναν άλλες εξωτερικές εργασίες και θαύμασα τον επαγγελματισμό και τη μεθοδολογία με την οποία δούλευαν. Προειδοποιητικές  πινακίδες φωσφριζέ γιλέκο και κράνος εργασίας, επιμελημένη περίφραξη του εργοταξίου, χειρουργικές κινήσεις και σκούπισμα του δρόμου. Εργοτάξιο πεντακάθαρο.

Δεν ξέρω αν υπάρχει αντικειμενική μέτρηση  της  ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Άποψη μου είναι, αν ένας άνθρωπος δεν έχει ελεύθερο χρόνο να διαθέσει για τον εαυτό του, για να διαβάσει, να κάνει ένα σπορ να βγει να περπατήσει σε ένα πάρκο τότε όσα λεφτά και αν έχει είναι πολύ φτωχός. Και στο Λονδίνο όλη αυτή η φρενίτιδα με βάζει σε υποψίες για την ποιότητα ζωής του μέσου Λονδρέζου η ξένου που εργάζεται στο Λονδίνο.

Βραδύ στο Λονδίνο… βόλτα στο tower of London, το επιβλητικό κάστρο του 11ου αιώνα  στις όχθες του ποταμού Τάμεση που έρχεται  σε αντίθεση με το κτήριο 95 ορόφων  στην απέναντι όχθη   του 21ου αιώνα  που φέρει το όνομα the shard (θραύσματα)  και μια γέφυρα να ενώνει τους αιώνες που στο πέρασμα τους όλα αλλάζουν και όλα το ίδιο μένουν.

Συνεχίζω να γραφώ αυτά που κάνουν τους εσώτερους αισθητήρες μου  να κουνηθούν και να με κάνουν να σκεφτώ ή αισθανθώ κάτι.

Έχω τη τάση (φυσιολογικά νομίζω)  να συγκρίνω αυτά που βλέπω με αυτά που έχω δει στην έως τώρα ζωή μου , συγκρίνω τη πόλη που ζω με την πόλη που επισκέπτομαι. Ενστικτωδώς σταματά το βλέμμα μου σε μελαγχολικά πρόσωπα ή μήπως όλο το Λονδίνο με προκαλεί να βλέπω τους ανθρώπους του και τα κτίρια του ως μελαγχολικά.  Σίγουρα η έλλειψη ηλιοφάνειας επιδεινώνει  αυτό το συναίσθημα όμως δεν μου φαίνεται να είναι αυτό το πρόβλημα. Είναι και αυτό το κόκκινο-καφέ  τουβλάκι με το όποιο είναι κτισμένα τα σπίτια που  καταντά  πολύ μονότονο και κουραστικό.
Επιβλητικά μεγάλα κτίρια στεγάζουν θεματικά μουσεία όλων των γούστων και τα πλείστα εξ αυτών  έχουν δωρεάν είσοδο.

Αν έχει κάτι για το οποίο ζήλεψα (και ζήλεψα πολύ) είναι τα τεράστια πάρκα του! Οντας δρομέας επιζητώ και αναζητώ σε κάθε ταξίδι μου χώρους για να τρέξω και στο Λονδίνο βρήκα τα καλύτερα μέρη στης ιδανικότερες θερμοκρασίες για αυτή μου τη δραστηριότητα. Μήνας Ιούλιος και ενώ στη Κύπρο το θερμόμετρο ξεπερνά τους 40 βαθμούς κελσίου εγώ τρέχω για 8 μέρες στους 18-20 βαθμούς σε ατελείωτο γρασίδι ή χώμα. Οκτώ μέρες έτρεξα τα πιο απολαυστικά καλοκαιρινά  χιλιόμετρα της ζωής μου στο Hyed park  στο regent’s park  στο Richmond park.

To περίφημο  underground του Λονδίνου δεν μου μίλησε, μπορεί να αποτελεί ένα εύκολο και γρήγορο μέσο διακίνησης αλλά για τα αυτιά και την αισθητική μου ήταν πολύ ενοχλητικό. Αντιθέτως τα ταξίδια με το τρένο απομακρυνόμενος από το κέντρο της πόλης προς Νιούκαστλ για 3 μέρες,  Μπράιτον και Νταραμ για μια μέρα χόρτασαν τα μάτια μου με πράσινο, νερά, λίμνες ποτάμια, δέντρα και λόφους.

Από νωρίς το βράδυ (ιδίως Παρασκευή κι Σάββατο) τι γυρεύει τόσος κόσμος με ένα ποτήρι ή μπουκάλα μπύρα στο χέρι έξω από τις μπυραρίες;
και μέχρι τα μεσάνυκτα σαν τις σταχτοπούτες άντρες και γυναίκες μεθυσμένοι ή σχεδόν μεθυσμένοι πριν κλείσει το μετρό να επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Δεν είχα εμπειρία από τη νυκτερινή ζωή τον πλουσίων που τρώνε και πίνουν στα μπαράκια και εστιατόρια σε ψιλά κτήρια στις όχθες του πόταμου ατενίζοντας τον Τάμεση αλλά εικάζω ότι πάνω κάτω το ίδιο ξενέρωτη  όπως όλου του  πλούσιου κόσμου θα είναι η ζωή τους.

Σε ένα από τα τροχαδια που έκανα ξεκινώντας από το σπίτι όπου είχα ενοικίασει ( κοντά στο σταθμό comden town)  είχα νιώσει και λίγο το αίσθημα του φόβου. Σύμφωνα με το χάρτη που κρατούσα θα μπορούσα μέσω του μονοπατιού πλάι στο κανάλι “comdem canal” να φτάσω τρέχοντας στο πάρκο πίσω από τον ζωολογικό κήπο. Σε ένα τμήμα της διαδρομής λίγο απομονωμένο και ενώ ειχε σουρουπώσει για τα καλά συνάντησα πολλές μικρές παρέες να κάθονται στην όχθη, να καταναλώνουν μπύρες  και να καπνίζουν «χόρτο». Ήταν μάλιστα τόσο έντονη η οσμή που σίγουρα αν έκανα τεστ θα ανιχνευόταν η ουσία στον οργανισμό μου.

Αργά το βράδυ της Κυριακής ενώ είχα δει αρκετά από Λονδίνο μου  θύμισε μια φίλη  το «ταξιδεύοντας Αγγλία» του Νικου Καζαντζάκη. Σταματώ να γράφω  και βλέπω στο διαδίκτυο ένα δεκαπεντάλεπτο βίντεο σε κείμενο της Ειρήνης Μαραγκόζη που αναφέρεται στο βιβλίο. Σκεφτομαι ότι αν ζούσε σήμερα ο Καζαντζάκης 78 χρόνια μετά από τη πρώτη του επίσκεψη του ( το 1939)  δεν θα  έγραφε τα ιδία πράγματα ή αν θα πρόσθετε πολλά αλλά κεφάλαια όπως έκανε μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου η όποια τελείωνε με λόγια θαυμασμού για την Αγγλία αλλά μετά τα Δεκεμβριανά  και λίγα χρόνια αργότερα όταν οι Άγγλοι απάντησαν με βία στο αίτημα της Κύπρου για αυτοδιάθεση ο Καζαντζάκης θεώρησε πως έπρεπε να προσθέσει ένα ακόμα κεφάλαιο ανασκευάζοντας τα λόγια θαυμασμού γράφοντας «το βιβλίο τούτο γράφτηκε πριν από τα Δεκεμβριανά και πριν από την Κύπρο. Δεν ξέραμε τότε, τώρα ξέρουμε. Το γαλάζιο πουλί της ελευθερίας δεν κυκλοφορεί εξω από τα σύνορα της Αγγλίας. Έξω από τα σύνορα της Αγγλίας κυκλοφορεί ένα άλλο εγγλέζικο πουλί μαύρο με κόκκινο ράμφος και κόκκινα νύχια ματωμένα».

Όσο περνούσαν οι ημέρες  αυτό το γαλάζιο πούλι της ελευθερίας και το νέο πρότυπο ανθρώπου που ο Καζαντζάκης  θεώρησε ότι το βρήκε στο πρόσωπο  του άγγλου τζέντλεμαν ένιωθα ότι  με ακλουθούσαν σε κάθε βήμα μου χωρίς ωστόσο να μου αποκαλυφθουν. Ίσως γιατί πια δεν είναι το ίδιο πούλι. Ίσως
Αν ζούσε σήμερα ο Καζαντζάκη  να μιλούσε για ένα πουλί εσωστρεφές, για ένα πουλί πληγωμένο και προβληματισμένο από τις τρομοκρατικές επιθέσεις που αντιμετώπιζε το τελευταίο διάστημα αλλά και την απόφαση του βρετανικού λαού μετά  από δημοψήφισμα να αποχωρήσει από την ευρωπαϊκή ένωση.

Από το Λονδίνο με το τρένο στο Μπράιτον , χόρτασε το μάτι πράσινο όσο ανυπομονούσα να φτάσω. Ένας γλάρος στο σταθμό του τρένου με υποδέχτηκε αγγίζοντας το πρόσωπο μου με τα φτερά του στην προσπάθεια του αν αποφύγει ένα ενοχλητικό παιδάκι που το κυνηγούσε. Οι φωνές τον γλάρων που έμοιαζαν με κλάμα μου έκαναν εντύπωση , είναι σαν να θέλουν να πουν κάτι είναι σαν κραυγές αγωνίας. Μια ευθεία δρόμος και φτάνω στη θάλασσα του Μπράιτον. Μια αλλοιώτικη θάλασσα από αυτές που είχα δει μέχρι σήμερα, η θάλασσα της Μάγχης, κομμάτι του ατλαντικού ωκεανού.  Αγριεμένη θάλασσα, δυνατός αγέρας , τα βότσαλα στην όχθη το πέταγμα και το κλάμα των γλάρων όλα συνέθεταν ένα παράξενα όμορφο σκηνικό.

Πίσω στο Λονδίνο για να καταγράψω άλλη μια σκηνή που μου έκανε εντύπωση. Ότι ώρα και να είναι άνθρωποι  να κρατούν στα χέρια τους χάρτινα κουτιά με φαγητό και με πλάστικα πιρούνια  να τρώνε σαν περπατάνε ή να ακουμπάνε  με τη πλάτη σε ένα τοίχο και να κάθονται στα πόδια τους για μερικά λεπτά μέχρι να τελειώσουν το φαγητό και να χαθούν ξανά  μέσα στο πλήθος. Μια ακόμα σκηνή με φαγητό. Ένα απόγευμα σε καφέ συνάντησα ένα κουστουμαρισμένο ευτραφή  ξανθό βρετανό με φακίδες και γαλάζια μάτια και περιμένοντας να πάρω ένα καφέ τον παρατηρούσα να καταβροχθίζει μέσα σε πέντε λεπτά μια κοτόπιτα, ένα τσιπς με ξίδι, να πίνει ένα σμουθι και ένα κέικ φράουλας  και μετά σηκώθηκε πήρε στο αριστερό χέρι τον χαρτοφύλακα του και έφυγε.

Οι ημέρες πέρασαν γρήγορα. Το Λονδίνο μέσα από το αεροπλάνο μοιάζει μια πολύ όπως όλες τις άλλες μια τιποτένια πόλη. Μόνο ο ουρανός και το νερό κρατούν την αρχοντιά τους από ψηλά.

Κλείνω τα μάτια και τα ανοίγω ξανά λίγο πριν προσγειωθούμε στο αεροδρόμιο Λάρνακας.
Είναι ωραίο να έχεις κάπου να επιστρέψεις αλλά είναι και πολύ ωραίο να ταξιδεύεις.
Λονδίνο θα τα πούμε ξανά.

 

ΑΠΕΡΓΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ

σκασμος

Την προηγούμενη μέρα είχα μιλήσει, ή καλύτερα φλυαρήσει,  τόσο πολύ που πέρασε από το μυαλό μου τουλάχιστον εκατό φορές ότι πρέπει να βγάλω το σκασμό. «Απεργία λόγου» για ένα εικοσιτετράωρο.

Ξύπνησα το πρωί με την εικόνα του ονείρου που επαναλήφθηκε πανομοιότυπα τέσσερις με πέντε φορές κατά τη διάρκεια του εξάωρου ύπνου μου και ήταν σαν να έβλεπα όνειρο μέσα στο όνειρο… κάτι σαν τις κούκλες μπάμπουσκες που ανοίγεις τη μεγάλη βρίσκεις την πιο μικρή και ούτω καθεξής μέχρι να φτάσεις στη μινιατούρα.
Έβλεπα να κοιμάμαι και να βλέπω όνειρο ότι για μια μέρα είχα βγάλει το σκασμό και δεν μιλούσα για τίποτα και σε κανέναν και ότι και ο ήρωας του ονείρου μου (δηλαδή πάλι εγώ) είδε το ίδιο όνειρο και που και αυτού ο ήρωας του ονείρου του  (δηλαδή πάλι εγώ) είχε δει το ίδιο όνειρο ότι για ένα εικοσιτετράωρο σταμάτησε να μιλά. Όσο το όνειρο μέσα στο όνειρο προχωρούσε τόσο πιο μικρός γινόμουν και απομακρυνόμουν από τον εαυτό μου, ώσπου λίγο πριν ξυπνήσω το ένα όνειρο μπήκε μέσα στο άλλο, πήρα τις φυσιολογικές ανθρώπινες μου διαστάσεις και ξύπνησα.

Ξύπνησα ιδρωμένος, πετάχτηκα πάνω. Πέντε και δεκαπέντε, ώρα για την πρωινή γυμναστική! Φόρεσα τις φόρμες γυμναστικής μου και πριν βάλω τα αθλητικά παπούτσια για το καθιερωμένο τζόκινγκ στο απέναντι πάρκο πήρα στυλό και χαρτί, άφησα ένα σημείωμα στο τραπέζι της κουζίνας: «”απεργία ομιλίας” μην με πιέσετε να μιλήσω θέλω να μείνω σιωπηλός για ένα εικοσιτετράωρο». Σε λίγο ενώ εγώ θα ήμουν έξω η γυναίκα μου θα σηκωνόταν για να ετοιμάσει πρόγευμα και θα το έβλεπε.

Βγήκα έξω κατευθύνθηκα προς το πάρκο. Χαμογελούσα και χαιρετούσα με ένα νεύμα όλους όσους συναντούσα αλλά δεν έβγαλα λέξη από το στόμα μου. Προσπάθησα να μην μιλάω ούτε από μέσα μου. «Πρέπει να βγάλει το σκασμό για μια μέρα και η σκέψη μου» σκέφτηκα. Αυτό θα είναι και το πιο δύσκολο. Η γλώσσα μπορεί να φυλακιστεί ανάμεσα στα δόντια, η σκέψη όμως πως φυλακίζετε;

Επέστρεψα σπίτι κι η γυναίκα μου γέλασε κρατώντας στα χέρια της και  ανεμίζοντας το χαρτί που βρήκε πάνω στο τραπέζι. «Παράτα τις πελλάρες και πήγαινε πάνω να ξυπνήσεις τα μωρά». Υπάκουσα στο δεύτερο σκέλος της προσταγής της και ανέβηκα στα δωμάτια των παιδιών, τα ξύπνησα με ένα ελαφρύ σκούντημα, ένα χάδι και από ένα φιλί στο μέτωπο καταφέρνοντας να μην μιλήσω. Τα παιδιά δεν είναι και πολύ ομιλητικά το πρωί. Έχουν λιγότερο από μισή ώρα να σηκωθούν, να ετοιμαστούν και να πάνε στο σχολείο. Τους έδειξα το σημείωμα μόλις κατέβηκαν κάτω στην κουζίνα. Η μικρή μου κόρη χαμογέλασε λέγοντας μου: «παπά μα χάνεις;», ενώ το γυμνασιόπαιδο μου είπε με ευχαρίστηση: «γλιτώσαμε την πρωινή μουρμουρά»! Έτσι δεν δυσκολεύτηκα και πολύ να κρατήσω το στόμα μου κλειστό.

Μέχρι να επιστρέψω από τα σχολεία των παιδιών η γυναίκα μου ήταν έτοιμη να ξεκινήσει για τη δουλεία της. Την πρόλαβα στην πόρτα: «σου άφησα λίστα για τον μπακάλη, φτιάξε κάτι για να έχουμε να φάμε το μεσημέρι και αν προλάβεις σκούπισε και την αυλή, έχει γεμίσει φύλλα». Χαμογέλασα και έγνεψα οκ με το χέρι μου. Μπήκε στο αυτοκίνητο λέγοντας μου: «ο Θεός να σε βοηθήσει».

Οι επόμενες ώρες μέχρι να πάω στη δουλεία (απογευματινή βάρδια) μου ήταν απόλαυση. Έβγαλα βόλτα τον σκύλο, κάθισα στη βεράντα μαζί του και ήπια τον καφέ μου, τον χάιδεψα, τον πήρα αγκαλιά, μου έγλειψε τα χέρια και το πρόσωπο δείχνοντας μου την αγάπη του μετά έκανα ένα σκούπισμα της αυλής, πήγα σε μια μεγάλη απρόσωπη υπεραγορά όπου κατάφερα να περάσω αλώβητος από την ταμία αφού ήταν τόσο μούργα που δεν κινδύνεψα καθόλου να μιλήσω, ούτε για ένα καλημέρα. Επέστρεψα στο σπίτι και ετοίμασα χάμπουργκερ με πατάτες στον φούρνο, αγνόησα το τηλέφωνο μου που χτύπησε, έκανα ένα ντους και ξεκίνησα για τη δουλειά μου. Στο δρόμο σκεφτόμουν ότι σε λίγο αρχίζουν τα δύσκολα, αλλά την «απεργία ομιλίας» δεν θα την σπάσω με τίποτα!

Φτάνω στη δουλειά… κατεβάζω από το αυτοκίνητο ένα χαρτόνι στο οποίο αναγράφεται η φράση «απεργία ομιλίας», μπαίνω στο γραφείο και το επιδεικνύω· συνάδελφοι και προϊσταμένη χαμογελάνε… δεν με παίρνουν στα σοβαρά.
Κάθομαι μπροστά στο γραφείο και αρχίζω να διεκπαιρεώνω τις εργασίες μου. Νιώθω πολύ περήφανος για τον εαυτό μου που η ώρα είναι περασμένες δυο μετά το μεσημέρι και δεν έβγαλα λέξη από το στόμα μου. Μια «απεργία ομιλίας » που δεν είχε κανένα πολιτικό υπόβαθρο, κανένα μήνυμα δεν είχε να δώσει σε κανέναν… ήταν άπλα ένα στοίχημα με τον εαυτό μου .

Κι ενώ όλα φαίνονταν να κυλάνε ομαλά, ξαφνικά μια εισβολή στο γραφείο μου από όλους τους συναδέλφους χάλασε το κλίμα. Άρχισαν να με πειράζουν, σχεδόν να με κοροϊδεύουν, να με γαργαλάνε για να με κάνουν να μιλήσω… μα δεν μίλησα! Η προϊσταμένη τηλεφώνησε στη γυναίκα μου για να τη ρωτήσει αν είμαι καλά. Άρχισε να με εκνευρίζει αυτή η συμπεριφορά τους, θέλησα να βγω έξω να πάρω λίγο αέρα αλλά δεν με άφηναν… με πήραν στα χέρια τους δυο συνάδελφοι λέγοντας «αν δεν μιλήσεις δεν θα σε αφήσουμε». Άρχισα να βγάζω κραυγές, έκανα τη μαϊμού, την γάτα, τον σκύλο αλλά δεν μίλησα! Δάγκωσα τον έναν και ξέφυγα, χτυπούσα με τις γροθιές μου στο στήθος μου κάνοντας τον γορίλα, έτρεξα και σκαρφάλωσα στην οροφή του μεγάλου μεταλλικού ρονεο μα δεν μίλησα! Έμεινα καθήμενος εκεί ψηλά και όποιος με προσέγγιζε τον γρατζουνούσα ή έκανα ότι θα τον δαγκώσω.
Η προϊσταμένη μου έδωσε τελεσίγραφο: «θα κατέβεις ή θα καλέσω αστυνομία;». Εγώ γελούσα και συνέχιζα να κάνω τον γορίλα, τη γάτα  και τον σκύλο. Κάποιος πήγε να με σπρώξει για να κατέβω και τον κλότσησα στο κεφάλι. Βγήκαν όλοι έξω με το πρόσταγμα της προϊσταμένης, αλλά εγώ δεν ήθελα να κατέβω… μου άρεσε να κάθομαι εκεί ψηλά. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρό παιδί πριν καμιά σαρανταριά χρόνια ότι μου άρεσε να σκαρφαλώνω πάνω στα ντουλάπια του δωματίου και να κάθομαι να βλέπω από ψηλά τα αδέλφια μου που έπαιζαν.

Σε λίγο κατέφθασε αστυνομία. Τι γυρεύουν αυτοί εδώ τώρα, γιατί ήρθαν; Με ρώτησαν το όνομα μου αλλά δεν απάντησα… νιαούρισα, γάβγισα αλλά δεν μίλησα! «Ο άνθρωπος θέλει ψυχίατρο», είπε ο ένας αστυνομικός. «Ψυχίατρο;», σκέφτηκα.«Μα γιατί, αν έλεγαν κτηνίατρο να το καταλάβω αλλά ψυχίατρο γιατί;».
Περνούσαν οι ώρες και ένιωθα περήφανος που κρατούσα την «απεργία ομιλίας», ώσπου οι αστυνομικοί ήρθαν ξανά με αγριότερες διαθέσεις και με κατέβασαν σχεδόν με την βία. Είχαν εξασφαλίσει υποχρεωτικό διάταγμα λέει εξέτασής μου από ψυχίατρο, με έβαλαν στο περιπολικό και με πήραν στον εφημερεύων ψυχίατρο λίγο πριν νυχτώσει. Εκεί ένιωσα τα περιθώρια να στενεύουν αλλά δεν ήθελα να μιλήσω… υποχρεώθηκα όμως, υποχρεώθηκα και λυπάμαι πολύ που έσπασα την«απεργία ομιλίας» προτού περάσει το εικοσιτετράωρο. Την έσπασα για να διαβεβαιώσω τον γιατρό:
«Είμαι καλά γιατρέ, ένα αστείο ήταν, ένα στοίχημα με τον εαυτό μου, μια  απεργία ομιλίας. Είμαι καλά γιατρέ, είμαι καλά, είμαι καλά… ή μήπως δεν είμαι;».

Κωστας Πατινιος 16/3/17

 

« Older entries